νοϊκός: -ή, -όν, = νοερός, Ἐπιφαν. Αἱρεσ. 31, 6.
νοϊκός, -ή, -όν (Μ)ο του νου, αυτός που αναφέρεται στον νου.[ΕΤΥΜΟΛ. < νόος / νοῦς + κατάλ. -ικός].