νοερός
λόγῳ ἀναλίσκω τὸν χρόνον τῆς ἡμέρας → waste the day in idle talk, consume the duration of the day with talk
English (LSJ)
ά, όν, intellectual, ψυχαὶ ἀναθυμιώμεναι νοεραὶ ἀεὶ γίνονται Heraclit.12, cf. Pl.Alc.1.133c (v.l., Comp.); ζῷον ἔμψυχον ν. τε καὶ λογικόν, of the κόσμος, Zeno Stoic.1.32, cf. Ti.Locr.99e; αἰσθητικώτερον καὶ νοερώτερον τὸ λεπτότερον [αἷμα] Arist.PA648a3; ν. τόπος Id.Pr. 954a35; πνεῦμα ν. Placit.1.7.19; νοεραὶ φρένες Nic.Al.543; [θεὸν] νοερώτερον ἠὲ νόημα Timo 60; opp. ἀσύνετος, S.E.M.7.325, cf. Onos. 1.7; epithet of Apollo, AP9.525.14: Sup., Plot.6.6.8. Adv. νοερῶς = in the spiritual sense or world, ἴθι εἰς Χάρραν ν. Ph.1.629, cf. Iamb.Myst. 1.21, Procl.Inst.139; f.l. for νοερῷ in Herm. ap. Stob.1.49.44.
French (Bailly abrégé)
ά, όν :
qui concerne l'intelligence :
1 de l'intelligence, intellectuel;
2 doué d'intelligence, intelligent.
Étymologie: νόος.
German (Pape)
verständig; τὸ μὲν λογικόν ἐστι καὶ νοερόν, Tim.Locr. 99e; dem ἀσύνετος entggstzt, S.Emp. adv. math. 7.326. So heißt auch Apollo, Hymn. in Apoll. (IX.525.14); πηγὰς νοερῶν ὑδάτων, poet. bei Porph. de antr. 8; Sp. auch adv.
Russian (Dvoretsky)
νοερός:
1 относящийся к разуму, интеллектуальный (λογικός καὶ ν. Plat.);
2 разумный, мудрый (Ἀπόλλων Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
νοερός: -ά, -όν, διανοητικός, ἀναγόμενος εἰς τὸν νοῦν, Λατ. mentalis, Πλάτ. Ἀλκ. 1. 133C, Τίμ. Λοκρ. 99Ε· αἰσθητικώτερον καὶ νοερώτερον τὸ λεπτότερον αἷμα Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 2. 2, 5· φρένες νοεραὶ Νικ. Ἀλεξιφ. 566· ἀντίθετον τῷ ἀσύνετος, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 325· ἐπίθετ. τοῦ Ἀπόλλωνος, Ἀνθ. Π. 9. 525, 14. ― Ἐπίρρ. νοερῶς, Θ. Στουδ. σ. 134D, κλ.
Greek Monolingual
-ή, -ό (ΑΜ νοερός, -ά, -όν, Α και νοηρός, -ά, -όν)
1. αυτός που συλλαμβάνεται με τον νου, αυτός που γίνεται αντιληπτός μόνο με τον νου («ἀόρατε, ἀκατάληπτε Δημιουργὲ τῶν νοερῶν οὐσιῶν», Μηναί.)
2. αυτός που γίνεται, που συντελείται στο πεδίο του νου και όχι τών αισθήσεων, υπεραισθητός (α. «έξαφνα νοεράν οπτασίαν, την μορφήν της μητρός του», Παπαδ.
β. «νοερὸς γάμος», Πρόκλ.)
μσν.
1. αυτός που έχει πνευματική σχέση με κάποιον, πνευματικός
2. (για λόγο) αλληγορικός
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ νοερόν
νοημοσύνη, ευφυΐα
4. φρ. «νοερὸς οἶκος» — η ψυχή
μσν.-αρχ.
αυτός που έχει νοητική ικανότητα, νοήμων, λογικός
αρχ.
1. αυτός που ανάγεται στον νου, νοητικός («αἰσθητικώτερον καὶ νοερώτερον τὸ λεπτότερον (αἷμα)», Αριστοτ.)
2. μυαλωμένος, συνετός, νουνεχής
3. εκκλ. φρ. «νοεραὶ φύσεις» — οι άγγελοι.
επίρρ...
νοερώς και -ά (ΑΜ νοερῶς)
με νοερό τρόπο, νοερά, με τον νου και όχι με τις αισθήσεις («θα είμαι πάντα κοντά σου νοερά»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νόος / νοῦς + κατάλ. -ερός / -ηρός (πρβλ. στυγερός, νοσηρός)].
Greek Monotonic
νοερός: -ά, -όν (νόος), διανοητικός, αυτός που ανάγεται στη νοητική λειτουργία του εγκεφάλου, σε Πλάτ. κ.λπ.
Middle Liddell
νοερός, ή, όν νόος
intellectual, Plat., etc.