ατος, τό,
A sickness, Hp.Aër.7 (pl.).
[Seite 263] τό, Krankheit, Hippocr.
νόσευμα: τό, νόσος, ἀσθένεια, Ἱππ. π. Ἀέρ. 283.
νόσευμα, τὸ (Α) νοσεύομαινόσος, ασθένεια.