νουσομελής

Revision as of 12:03, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (27)

English (LSJ)

ές,

   A with diseased limbs, Man.4.476.

Greek (Liddell-Scott)

νουσομελής: -ές, ὁ ἔχων νοσοῦντα τὰ μέλη, Μανέθων 4. 476.

Greek Monolingual

νουσομελής και νοσομελής, -ές (Α)
αυτός ο οποίος έχει μέλη που νοσούν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νοῦσος / νόσος + -μελής (< μέλος), πρβλ. υγρο-μελής].