πρᾶγμα ἐλπίδος κρεῖσσον γεγενημένον → the thing worse than one expected
(I)-ιά, -ί μέλιαυτός που έχει το χρώμα του μελιού. (II)μελῆς, -ῆτος, ὁ (Α)(στον Διοσκουρίδη) το φυτό δίψακος.