μελής

From LSJ

πρᾶγμα ἐλπίδος κρεῖσσον γεγενημένον → the thing worse than one expected

Source

Greek Monolingual

(I)
-ιά, -ί μέλι
αυτός που έχει το χρώμα του μελιού.
(II)
μελῆς, -ῆτος, ὁ (Α)
(στον Διοσκουρίδη) το φυτό δίψακος.