μελής

From LSJ

οὐ βούλομαι δυσχερὲς εἰπεῖν οὐδὲν ἀρχόμενος τοῦ λόγου, οὗτος δ' ἐκ περιουσίας μου κατηγορεῖ → for me—but I wish to say nothing untoward at the beginning of my speechwhereas he prosecutes me from a position of advantage | but for me—I do not wish to say anything harsh at the beginning of the speech, but he prosecutes me from a position of strength

Source

Greek Monolingual

(I)
-ιά, -ί μέλι
αυτός που έχει το χρώμα του μελιού.
(II)
μελῆς, -ῆτος, ὁ (Α)
(στον Διοσκουρίδη) το φυτό δίψακος.