νουθετησμός

Revision as of 12:03, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (27)

English (LSJ)

ὁ, = foreg., Men.1042, censured by Poll.9.139 and Phot. (-ισμός in both Gramm.).

Greek Monolingual

νουθετησμός, ὁ (Μ)
νουθέτηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νουθετῶ, αντί νουθέτηση, κατά τα παρ. σε -ισμός από ρ. σε -ίζω].