νυκτικλέπτης

Revision as of 12:03, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (27)

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A thief of the night, AP11.176 (Lucill.).

Greek (Liddell-Scott)

νυκτικλέπτης: -ου, ὁ, ὁ κατὰ τὴν νύκτα κλέπτων, κλέπτης τῆς νυκτός, Ἀνθ. Π. 11. 176· Πλανούδ. νυκτοκλ-, ὡς παρὰ Θεοδ. Προδρ.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
voleur de nuit.
Étymologie: νύξ, κλέπτω.

Greek Monolingual

νυκτικλέπτης, ὁ (Α)
βλ. νυκτοκλέπτης.