νυκτοκλέπτης
From LSJ
Φιλεῖ δ' ἑαυτοῦ πλεῖον οὐδεὶς οὐδένα → Haud ullus alii quam sibi est amicior → Es liebt ja keiner einen andern mehr als sich
Greek (Liddell-Scott)
νυκτοκλέπτης: -ου, ἴδε νυκτικλέπτης.
Greek Monolingual
ο, θηλ. νυκτοκλέπτρια (Α νυκτικλέπτης, Μ νυκτοκλέπτης)
1. αυτός που κλέβει στη διάρκεια της νύχτας
2. (για λύκο) αυτός που αρπάζει τα θύματά του τη νύχτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νύξ, νυκτός + κλέπτης. Ο αρχ. τ. νυκτικλέπτης < νυκτι- του νύξ, νυκτός (βλ. ετυμολ. λ. νύχτα)].
Russian (Dvoretsky)
νυκτοκλέπτης: ου ὁ Anth. v. l. = νυκτικλέπτης.
German (Pape)
ὁ, v.l. für νυκτικλέπτης.