νοθαγενής

Revision as of 12:03, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (27)

English (LSJ)

ές, Dor. and poet. for Νοθηγενής,

   A baseborn, E.Ion592, Andr.912,942.

Greek (Liddell-Scott)

νοθᾱγενής: -ές, Δωρ. καὶ ποιητ. ἀντὶ τοῦ νοθηγενής, ὁ νόθος ἢ ἐκ νόθων γεννηθείς, ἐκ ταπεινῶν καταγόμενος, ἀντίθετ. τῷ ἰθαγενής, Εὐρ. Ἴων. 592, Ἀνδρ. 912· πρβλ. Λοβεκ. Φρύνιχ. 661.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
dor. c. *νοθηγενής;
de naissance illégitime.
Étymologie: νόθος, γένος.

Greek Monolingual

νοθαγενής, -ές (Α)
βλ. νοθογενής.