νόθος

From LSJ

τί νυ τόξον ἔχεις ἀνεμώλιον αὔτως → why bear your bow in vain, why bear thy bow in vain

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νόθος Medium diacritics: νόθος Low diacritics: νόθος Capitals: ΝΟΘΟΣ
Transliteration A: nóthos Transliteration B: nothos Transliteration C: nothos Beta Code: no/qos

English (LSJ)

η, ον, also ος, ον (Call.Fr.279),
A bastard, baseborn, i.e. born of a slave or concubine, freq. in Il. (never in Od.), ν. υἱός Il.2.727, etc.; παῖδες ν. Hdt.8.103, Pl.Ap.27d; opp. γνήσιος, Il.11.102, Ar. Av.1650; ὁ δὴ νόθος τοῖς γνησίοις ἴσον σθένει; = but if he is a bastard, how can he be as strong as those who are legitimate? S.Fr.87; νόθοι καὶ οὐχ υἱοί ἐστε Ep.Hebr.12.8: fem., κούρη νόθη Il.13.173.
2 at Athens, child of a citizen father and an alien mother, D.23.213, etc.; νόθος πρὸς μητρός Plu.Them.1.
3 pl., in Egypt, a class of temple-attendants, Wilcken Chr.66 (iii B.C.).
4 of animals, cross-bred, πρόβατα PHib.1.32.15 (iii B.C.).
II generally, spurious, counterfeit, supposititious, of persons and things, λογισμῷ τινι ν. Pl.Ti.52b, cf. Dam. Pr.26; ν. παιδείᾳ Pl.Lg.741a; νόθαι ἡδοναί Id.R.587c; ἀοιδαί Call.l.c.; νόθον ἧπαρσπλήν Arist.PA669b28; αἱ νόθοι πλευραί = the false ribs, Paus. 1.35.6, Gal.UP4.9, Aret.SA2.6; νόθος πυρετός Gal.11.30; νόθος σάλπιγξ, of a serpent's hiss, Nonn.D.35.214; νόθον φέγγος, of the moon, opp. γνήσιον, of the sun, Ph.1.628; νόθος ἱματισμός meretricious, Peripl.M. Rubr.39,49. Adv. νόθως = insincerely, disingenuously, LXX 3 Ma.3.17, cf. Hsch.
2 of literary works, spurious, Porph.Plot.16.

German (Pape)

[Seite 259] att. auch 2 Endgn, unehel ich, mit einer Beischläferinn od. Sklavinn erzeugt, υἱός, Il. 2, 727 u. öfter, Gegensatz γνήσιος, 11, 102; vgl. noch 5, 70; κασίγνητος, Pind. Ol. 7, 27; τὸν ἐκ δορὸς γεγῶτα πολεμίου νόθον, Soph. Ai. 992; oft Eur., der auch νόθον λέκτρον sagt, Ion 545 Andr. 929; u. in Prosa, νόθοι παῖδες, Her. 8, 103. – Übh. verfälscht, untergeschoben, unächt, falsch; λογισμός, Plat. Tim. 52 b; νόθα καὶ φαῦλα, Rep. VI, 496 a; νόθῃ παιδείᾳ πεπαιδευμένους Legg. V, 741 a; νόθα σπέρματα, VIII, 841 d; u. so oft bei Sp., bes. von Schriftwerken.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
bâtard, de naissance illégitime.
Étymologie: DELG -.

Russian (Dvoretsky)

νόθος: 3, редко
1 внебрачный, незаконнорожденный (υἱός Hom.; παῖδες Her., Plut.): κούρη Πριάμοιο νόθη Hom. побочная дочь Приама;
2 чужеземный: ν. πρὸς μητρός Plut. (Фемистокл был) по матери иноземного происхождения;
3 поддельный, подставной, ложный, фальшивый (λογισμός Plat.; φίλος Plut.): νόθῃ παιδείᾳ πεπαιδευμένος Plat. не получивший настоящего воспитания;
4 подложный (sc. Πλάτωνος διάλογος Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

νόθος: -η, -ον, Ἀττ. ὡσαύτως ος, ον, ὁ μὴ γνήσιος, ὁ μὴ ἐκ νομίμου γάμου υἱός, δηλ. ὁ ἐκ δούλης ἢ παλλακῆς, συχν. ἐν τῇ Ἰλ. (οὐδέποτε ἐν τῇ Ὀδ.), Πίνδ., Ἡρόδ., καὶ Ἀττ.· νόθος υἱός Ἰλ. Β. 727, κτλ.· οἷος ὁ Τεῦκρος, πρβλ. Σοφ. Αἴ. 1013· ἀντίθετ. τῷ γνήσιος, Λατ. legilimus, Ἰλ. Λ. 102, Ἡρόδ. 8. 103· ὁ δὴ ν. τοῖς γνησίοις ἴσον σθένει Σοφ. Ἀποσπ. 108· ὡσαύτως, νόθη κούρη Ἰλ. Ν. 173. 2) ἐν Ἀθήναις ὡσαύτως πᾶν τέκνον γεννηθὲν ἐκ ξένης γυναικὸς ἢ ὅτε ὁ εἷς τῶν γονέων δὲν ἦτο πολίτης Ἀθηναῖος, Valck. εἰς Εὐρ. Ἱππ. 962, Ἑρμάνν. Pol. Ant. § 118· νόθος πρὸς μητρὸς Πλουτ. Θεμιστ. 1. ΙΙ. καθόλου, πλαστός, κίβδηλος, ὑποβολιμαῖος, ἐπὶ προσώπων ἢ πραγμάτων, λογισμῷ τινι ν. Πλάτ. Τίμ. 52Β· ν. παιδείᾳ ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 741Α· ν. ἡδοναὶ ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 587Β· ἀοιδαὶ Καλλ. Ἀποσπ. 279· νόθον ἧπαρ ὁ σπλὴν Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 3. 7. 4· νόθαι πλευραί, «ἀπ’ ὤμων ἐς τὰς ἐλαχίστας πλευράς, καλουμένας δὲ ὑπὸ τῶν ἰατρῶν νόθας» Παυσ. 1. 35, 6· ν. σάλπιγξ, ἐπὶ τοῦ συρίγματος ὄφεως, Νόνν. Δ. 35. 214· ν. φέγγος, ἐπὶ τῆς σελήνης, ἐν ἀντιθέσει πρὸς το γνήσιον, ἐπὶ τοῦ ἡλίου, Φίλων 1. 628. - Ἐπίρρ. νόθως, οὐχὶ εἰλικρινῶς, Ἑβδομ. (Γ΄ Μακκ. Γ΄, 17)· «ψευδῶς» Ἡσύχ.

English (Autenrieth)

illegitimate or natural son, opp. γνήσιος, Il. 11.102, 490; daughter (νόθη), Il. 13.173.

English (Slater)

νόθος bastard Ἀλκμήνας κασίγνητον νόθον Likymnios, who was son of Elektryon by his concubine Midea (O. 7.27)

English (Strong)

of uncertain affinity; a spurious or illegitimate son: bastard.

English (Thayer)

νοθη, νοθον, illegitimate, bastard, i. e. born, not in lawful wedlock, but of a concubine or female slave: Homer down.)

Greek Monolingual

-α, -ο, θηλ. και -η και -ος (ΑΜ νόθος, -η, -ον, Α θηλ. και -ος)
1. αυτός που γεννήθηκε από μη νόμιμο γάμο
2. κίβδηλος, πλαστός, παραποιημένος, μη γνήσιος (α. «νόθο βάρος» β. «οὐ δεῖ πολίτας παρεμβάλλειν νόθῃ παιδείᾳ πεπαιδευμένους», Πλάτ.)
3. (για φιλολογικό έργο) αυτός που δεν ανήκει στον συγγραφέα στον οποίο αποδίδεται («νόθο κείμενο»)
4. φρ. «νόθοι πλευρές» ή «νόθες πλευρές» — οι πέντε τελευταίες πλευρές τών πλάγιων μοιρών του θώρακα του ανθρώπου
νεοελλ.
1. μτφ. ανώμαλος, μη φυσιολογικός («νόθες καταστάσεις»)
2. φρ. α) «νόθοι δίφθογγοι» — οι υστερογενείς δίφθογγοι
β) «νόθο κλάσμα» — κλάσμα του οποίου ο αριθμητής είναι μεγαλύτερος από τον παρονομαστή, αλλ. καταχρηστικό κλάσμα
νεοελλ.-μσν.
(για ζώα ή φυτά) αυτός που προκύπτει από διασταύρωση ατόμων τα οποία δεν είναι γονοτυπικώς όμοια, αλλ. υβρίδιο
μσν.
παράνομος
αρχ.
1. αυτός που γεννήθηκε από δούλη ή παλλακίδα
2. (στην Αθήνα) γόνος μη Αθηναίων πολιτών ή αυτός του οποίου η μητέρα μόνο ήταν μη Αθηναία
3. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ νόθοι
(στην Αίγυπτο) τάξη υπηρετών του ναού
4. φρ. α) «νόθος πυρετός» — πλαστός, φαινομενικός
β) «νόθος σάλπιγξ» — το σφύριγμα του φιδιού
γ) «νόθον φέγγος» — το φως της σελήνης
δ) «νόθος ἱματισμός» — η ενδυμασία της πόρνης. Επίρ. νόθως (Α)
ψευδώς, ανειλικρινώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η σύνδεση της λ. με αρχ. ινδ. andha-h «άγνωστος» έχει απορριφθεί. Εξίσου αμφίβολη θεωρείται η άποψη ότι πρόκειται για πελασγική λ.].

Greek Monotonic

νόθος: -η, -ον και -ος, -ον,
I. νόθος, παιδί γεννημένο εκτός νόμιμου γάμου, δηλ. αυτό που γεννήθηκε από δούλη ή παλλακίδα, αντίθ. προς το γνήσιος, Λατ. legitimus, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ., Αττ.· νόθη κούρη, σε Ομήρ. Ιλ.
II. γενικά, κίβδηλος, απατηλός, πλαστός, υποβολιμαίος, νόθος, λέγεται για πρόσ. και για πράγμ., σε Πλάτ.

Frisk Etymological English

Grammatical information: m.
Meaning: by a known father outside wedlock procreated, illegitimate, bastard (Il.); opposite γνήσιος (s. Scheller Sprachgesch. u. Wortbed. 399 ff.).
Compounds: Compp. a.o. νοθα-γενής born outside wedlock (E.) with anal. α (Dor.) for ο (Schwyzer 438).
Derivatives: νοθεῖος belonging to a ν. (Lys., Ar.) and the denomin. νοθεύω, also w. ὑπο-, seduce, falsity, corrupt (LXX, J., Plu., Luc.) with νοθεία f. birth outside wedlock (Plu.), (ὑπο-)νοθευτής m. seducer (Ptol.), (ὑπο-)νόθευσις f. seduction, falsification (inscr. Mylasa).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: Unexplained. A worthless suggestion (by Bezzenberger) is rejected by Bq and WP. 1, 182. Not in Fur.; the word could be Pre-Greek.

Middle Liddell

νόθος, η, ον
I. a bastard, baseborn child, i. e. one born of a slave or concubine, opp. to γνήσιος, Lat. legitimus, Il., Hdt., Attic; νόθη κούρη Il.
II. generally, spurious, counterfeit, supposititious, Plat.

Frisk Etymology German

νόθος: {nóthos}
Meaning: von einem bekannten Vater außer der Ehe erzeugt, unehelich, Bastard, unecht (seit Il.); Gegensatz γνήσιος (s. Scheller Sprachgesch. u. Wortbed. 399 ff.).
Composita: Kompp. u.a. νοθαγενής außer der Ehe geboren (E.) mit anal. α (dor.) für ο (Schwyzer 438).
Derivative: Davon νοθεῖος ‘einem ν. gehörig’ (Lys., Ar.) und das Denominativum νοθεύω, auch m. ὑπο-, verführen, schänden, verfälschen, verderben (LXX, J., Plu., Luk. usw.) mit νοθεία f. außereheliche Geburt (Plu. u.a.), (ὑπο-)νοθευτής m. Verführer (Ptol.), (ὑπο-)νόθευσις f. Verführung, Verfälschung (Inschr. Mylasa u.a.).
Etymology: Unerklärt. Eine wertlose Vermutung (von Bezzenberger) wird bei Bq und WP. 1, 182 abgelehnt. Nach v. Windekens Ling. Posn. 9, 36 f. pelasgisch.
Page 2,321-322

Chinese

原文音譯:nÒqoj 挪拖士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:(反)習俗
字義溯源:庶出的*,私生子,私子
出現次數:總共(1);來(1)
譯字彙編
1) 私子(1) 來12:8

English (Woodhouse)

bastard, illegitimate, spurious

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

(=ὁ μή γνήσιος). Σκοτεινή ἡ ἐτυμολογία του. Πιθ. συγγ. μέ τά νυθός, νυθώδης (=μυστικός, σκοτεινός).
Παράγωγα: νοθεύω, νοθεία, νόθειος, νόθευσις, νοθευτής.