νυκτίγαμος

Revision as of 12:03, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (27)

English (LSJ)

ον,

   A wedding by night, secretly, Musae.7.

Greek (Liddell-Scott)

νυκτίγᾰμος: -ον, ὁ διὰ νυκτὸς εἰς γάμον ἐρχόμενος, Μουσαῖ. 7.

Greek Monolingual

νυκτίγαμος, -ον (Α)
αυτός που έρχεται σε γάμο κατά τη διάρκεια της νύχτας, δηλ. κρυφά («Ἡροῡς νυκτιγάμου», Μουσαί.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νυκτι- (βλ. ετυμολ. λ. νύχτα) + γάμος).