ορεκτός

Revision as of 12:04, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (29)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ὀρεκτός, -ή, -όν (ΑΜ) ορέγω
επιθυμητός
αρχ.
1. αυτός που εκτείνεται, που απλώνεται («ὀρεκτῇσιν μελίῃσιν» — με ακόντια με τα οποία μπορεί κανείς να φθάσει τον εχθρό από κοντά, δηλ. προτείνοντάς τα από κοντά, όχι ρίχνοντάς τα από μακριά, Ομ. Ιλ.)
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὀρεκτόν
το αντικείμενο της όρεξης, της επιθυμίας.