ὀρεκτός
ἄνω ποταμῶν ἱερῶν χωροῦσι παγαί → the springs of sacred rivers flow upward, backward to their sources flow the streams of holy rivers
English (LSJ)
ὀρεκτή, ὀρεκτόν, (ὀρέγω)
A stretched out, ὀ. μελίαι pikes to be used for thrusting, Il.2.543; so ὀρεκτὸν δόρυ pike, opp. παλτόν (javelin), Str.10.1.12.
II longed for, desired, τὸ ὀρεκτόν = the object of appetency, Arist.de An.433a18, cf. EN1113a10, al.; τὸ ὀρεκτὸν κινεῖ οὐ κινούμενον τῷ νοηθῆναι ἢ φαντασθῆναι Id.de An.433b11; opp. ὀρεκτέος, Stoic.3.22.
German (Pape)
[Seite 372] adj. verb. zu ὀρέγω, aus-, vorgestreckt; μελίαι, die vorgestreckten Speere, mit denen man den Feind erreichen, in der Nähe bekämpfen kann, Il. 2, 543; vgl. Strab. 10, 1, 12, wo δόρατι τῷ ὀρεκτῷ χρώμενοι, – ἡ ἐκ χειρὸς χρῆσις, dem ὡς παλτοῖς entgegengesetzt ist; – verlangt, begehrt, Sp., τὸ ἔσχατον τῶν ὀρεκτῶν, S. Emp. pyrrh. 1, 25.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
1 tendu, allongé;
2 qu'on tend, qu'on allonge.
Étymologie: ὀρέγω.
Russian (Dvoretsky)
ὀρεκτός:
1 устремленный вперед, взятый на перевес (μελίαι Hom.);
2 являющийся предметом стремлений, желанный Arst., Sext.
Greek (Liddell-Scott)
ὀρεκτός: -ή, -όν, (ὀρέγω) ὀρεκτῇσι μελίῃσι, τοῖς ἐκ χειρῶν δόρασιν, οἷς ὀρέγδην ἐχρῶντο, συνιστάμενοι καὶ ἐκτείναντες αὐτά. ἐξ οὗ θαρσαλέοι· ὀρέξασθαι γάρ ἐστι τὸ ἐκ χειρὸς πατάξαι» (Σχόλ.), Ἰλ. Β. 543· οὕτως, ὀρεκτὸν δόρυ, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ παλτὸν (ἀκόντιον), Στράβ. 448. ΙΙ. ἐπιθυμητόν, τὸ ὀρεκτόν, πρᾶγμα ἐπιθυμητόν, Ἀριστ. π. Ψυχῆς 3. 10, 3, Ἠθικ. Νικ. 3. 3, 19, κ. ἀλλ.
English (Autenrieth)
(ὀρέγω): extended, thrust out, Il. 2.543†.
Greek Monolingual
ὀρεκτός, -ή, -όν (ΑΜ) ορέγω
επιθυμητός
αρχ.
1. αυτός που εκτείνεται, που απλώνεται («ὀρεκτῇσιν μελίῃσιν» — με ακόντια με τα οποία μπορεί κανείς να φθάσει τον εχθρό από κοντά, δηλ. προτείνοντάς τα από κοντά, όχι ρίχνοντάς τα από μακριά, Ομ. Ιλ.)
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὀρεκτόν
το αντικείμενο της όρεξης, της επιθυμίας.
Greek Monotonic
ὀρεκτός: -ή, -όν (ὀρέγω), απλωμένος, τεντωμένος, μελίαι ὀρεκταί, δόρατα που είναι παρόντα (που δεν έχουν εξακοντιστεί), σε Ομήρ. Ιλ.
Middle Liddell
ὀρεκτός, ή, όν ὀρέγω
stretched out, μελίαι ὀρ. pikes to be presented (not thrown), Il.