πελαγιανός
Greek Monolingual
-ή, -ό Πελάγιος
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Πελάγιο («πελαγιανή διδασκαλία»)
2. (το αρσ. στον πληθ. ως ουσ.) οι πελαγιανοί
οι οπαδοί του Πελαγίου, αυτοί που αποδέχονται και πρεσβεύουν τα δόγματα του πελαγιανισμού.