παλιμπώλης

Revision as of 12:04, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (30)

German (Pape)

[Seite 449] ὁ, Conj. für das Folgde.

Greek (Liddell-Scott)

παλιμπώλης: -ου, ὁ, = παλιμπράτης, Πολυδ. Ζ΄, 12.

Greek Monolingual

παλιμπώλης, ὁ (Α)
παλιμπράτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + -πώλης (< πωλῶ)].