παλιμπώλης

From LSJ

Μία χελιδὼν ἔαρ οὐ ποιεῖ → One swallow does not a summer make

Aristotle, Nicomachean Ethics, 1098a18

German (Pape)

[Seite 449] ὁ, Conj. für das Folgde.

Greek (Liddell-Scott)

παλιμπώλης: -ου, ὁ, = παλιμπράτης, Πολυδ. Ζ΄, 12.

Greek Monolingual

παλιμπώλης, ὁ (Α)
παλιμπράτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + -πώλης (< πωλῶ)].