χυτρόπους
English (LSJ)
ποδος, ὁ,
A stand for a pot, Alciphr.3.5, Sch.Ar.Pax893 (gloss on λάσανα); also κυθρόπους PMag.Lond.46.269, Zos.Alch.p.222 B. 2 pot or cauldron, χυτρόποδες Hes.Op.748, LXX Le.11.35; χ. κέραμοι App.Anth.5.29.5 (Juba). 3 = τορύνη, Sch.Ar.Ra. 509:—Dim. χυτρο-πόδιον, τό, Hippon.25.