τορύνη

From LSJ

Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur

Menander, Monostichoi, 560
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τορῡνη Medium diacritics: τορύνη Low diacritics: τορύνη Capitals: ΤΟΡΥΝΗ
Transliteration A: torýnē Transliteration B: torynē Transliteration C: toryni Beta Code: toru/nh

English (LSJ)

ἡ,
A stirrer, ladle for stirring things while boiling, Sophr.110, Ar.Eq.984 (lyr.), Av.78; χρυσῆ τ. ἢ συκίνη Pl.Hp.Ma.290d.
II τορύνη· σιτῶδές τι, Hsch. [ῡ in Ar. ll. cc., but ῠ in AP6.305 (Leon.): nothing can be proved from Eup. 370.]

German (Pape)

[Seite 1130] ἡ, Rührkelle, Werkzeug, kochende Speisen umzurühren, Ar. Equ. 979 Av. 78, wo der Schol. sagt τὸ κινητήριον τῆς χύτρας; Plat. Hipp. mai. 290 b. Oft bei Ath. – [Υ findet sich kurz gebraucht von Eupolis nach Schol. Ar. Av. 78 u. Leon. Tar. 14 (VI, 305); vgl. Draco p. 86.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
cuiller de bois, louche.
Étymologie:τείρω ou τόρνος.

Russian (Dvoretsky)

τορύνη: (ῡ, Anth. ῠ) ἡ мешалка или уполовник Arph., Plat., Anth.

Greek (Liddell-Scott)

τορύνη: ἡ, (τόρος) μέγα μαγειρικὸν κοχλιάριον χρησιμεῦον ὡς κινητήριον τῶν ἐν τῇ χύτρᾳ μαγειρευομένων, κοινῶς «ξυλοκουτάλα», Λατ. tudicula, Ἀριστοφ. Ἱππ. 984, Ὄρν. 78, Σώφρονος Ἀποσπ. 73 Ahr.· χρυσῆ τ. ἢ συκίνη Πλάτ. Ἱππ. Μείζων 290D. [ῡ παρ’ Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ.· ἀλλὰ ῠ ἐν Ἀνθ. Π. 6. 305, πρβλ. Δράκοντα 86· οὐδὲν δυνάμεθα νὰ συμπεράνωμεν περὶ τῆς ποσότητος ἐκ τοῦ Εὐπόλιδος ἐν Ἀδήλ. 60].

Greek Monolingual

(I)
ἡ, Α
κουτάλα για το ανακάτεμα του φαγητού στη χύτρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, η λ. τορύνη έχει προέλθει μέσω ενός τ. τυρ-ύνη (με ανομοιωτική τροπή του -υ- σε -ο-) από τη συνεσταλμένη βαθμίδα της ΙΕ ρίζας twer- «κουνώ, γυρίζω γρήγορα, ανακατεύω» (πρβλ. αρχ. άνω γερμ. dweran «γυρίζω ζωηρά, ταράζω», dwiril «ράβδος για ανακάτεμα») με αντιπροσώπευση του φωνηεντικού -r- ως -υρ- (πρβλ. οτρύνω, τύρβη, πιθ. τυρός) με επίθημα -ύνη (πρβλ. κορύνη, σιβύνη, χελύνη). Η άποψη, ωστόσο, αυτή, μολονότι μπορεί να θεωρηθεί ικανοποιητική από σημασιολογική άποψη, παρουσιάζει μορφολογικές δυσχέρειες. Ανεπιβεβαίωτες παραμένουν, εξάλλου, και οι συνδέσεις της λ. τορύνη με τον τ. τόρνος ή με το λατ. trua «κουτάλα»].
(II)
ἡ, Α
(κατά τον Ησύχ.) «σιτῶδές τι».
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. πιθ. θα μπορούσε να συνδεθεί με τον τ. τορύνη (Ι) «κουτάλι», αν υποτεθεί ότι δηλώνει ένα είδος πουρέ, δηλ. φαγητού λειωμένου με κουτάλι. Κατ' άλλη άποψη, η λ. ανάγεται στην ΙΕ ρίζα kweru- «μασώ, αλέθω» και συνδέεται με τη λ. πύρνος (βλ. λ. πύρνος)].

Greek Monotonic

τορύνη: [ῡ], ἡ (τόρος), αναδευτήρας, κουτάλα, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

τορύ¯νη, ἡ, τόρος
a stirrer, ladle, Ar. [from τορύ¯νω]

Frisk Etymology German

τορύνη: 1.
{torúnē}
Forms: dor. -α (υ Ar., υ AP 6, 305)
Grammar: f.
Meaning: Rührlöffel, Rührkelle (Sophr., Ar., Pl.).
Derivative: Davon τορυνάω, auch m. συν-, umrühren (Mediz., Eub.), auch τορύνω (Ar. Eq. 1172), wohl als Rückbildung (anders Schwyzer 491: τορύνη Rückbildung von τορύνω).
Etymology: Bildung wie κορύνη, σιβύνη, χελύνη u.a.; nicht sicher erklärt. Semantisch sehr ansprechend ist die Anknüpfung an ein germ. Verb für schnell herumdrehen, durcheinander rühren, z.B. ags. þweran, ahd. dweran mit ags. þwiril, ahd. dwiril Quirl, Rührstab (urg. *þu̯er-ila-). Man muß aber dann mit Fick BB 1, 335 und Froehde BB 14, 107 ein urspr. schwundstufiges *τυρύνη ansetzen, woraus durch Dissimilation τορύνη (vgl. zu κόκκυ); vgl. noch Specht Ursprung 150 und 351 A.1, wo, wenig überzeugend, ein alter Suffixwechsel n : l angenommen wird. Eine Wechselform tor- neben tu̯or-(Persson Beitr. 1, 122 A. 5; auch [mit starkem Vorbehalt] WP. 1, 749) läßt sich nicht rechtfertigen; gegen Anknüpfung an τείρω (J. Schmidt KZ 32, 351, 353, 384) spricht entschieden die Bedeutung. — Hierher vielleicht auch lat. trua Schöpfkelle, auch zum Umrühren beim Kochen (ausführlich darüber mit alternativer Erklärung W.-Hofmann s.v.); vgl. noch zu ὀτρύνω. Vgl. τύρβη und τυρός.
Page 2,914-915
2.
{torúnē}
Meaning: σιτῶδές τι H.
Etymology: Nach Fowkes Word 2, 49 hierher noch einige kymr. Wörter, z.B. pori graze, browse, eat, pasture.
See also: s. πύρνος.
Page 2,915