πεταλίδα

Revision as of 12:04, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (32)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η, Ν
ζωολ. θαλάσσιο προσωβράγχιο γαστερόποδο, μέτριου μεγέθους, που ζει στην παράκτια ζώνη όλων τών θαλασσών και ανήκει στο γένος patella.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. pattela, πιθ. με επίδραση του πέταλο (βλ. και πατελίδα)].