οστεοθήκη

Revision as of 12:04, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (29)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η
1. ξύλινο ή μεταλλικό κιβώτιο στο οποίο φυλάσσονται τα οστά ανακομιζόμενων νεκρών
2. οικοδόμημα στο οποίο αποτίθενται τα οστά νεκρών.