πολυκλεής

Revision as of 12:05, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (33)

English (LSJ)

ές,

   A far-famed, Man.4.43 (nisi leg. πολὺ κλέος): Comp. -έστερος Them.Or.4.53b.

German (Pape)

[Seite 664] ές, viel od. sehr berühmt, Man. 4, 43.

Greek (Liddell-Scott)

πολυκλεής: -ές, ὁ πολὺ κλεϊζόμενος, περίφημος, Μανέθων 4. 43 (ἕτεροι πολὺ κλέος)· συγκρ. -έστερος, Θεμίστ. 53Β.

Greek Monolingual

-ές, και ποιητ. τ. πολυκλήεις, -εσσα, -εν, Α
περίφημος, ξακουστός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -κλεής (< κλέος, το «φήμη»), πρβλ. μεγαλο-κλεής].