πολύδιψος

Revision as of 12:05, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (33)

English (LSJ)

ον,

   A making very thirsty, Xenocr. ap. Orib.2.58.91.

German (Pape)

[Seite 662] wonach man sehr durstet, Xenocr.

Greek (Liddell-Scott)

πολύδιψος: -ον, ὁ πολλὴν δίψαν προξενῶν, μύακες πολύδιψοι Ξενοκρ. 25, σ. 13, ἔκδ. Κοραῆ, Ὀρειβάσ. σ. 20 Matth.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που προκαλεί πολλή δίψα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -διψος (< δίψα), πρβλ. υπό-διψος].