περβάζι

Revision as of 12:05, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (32)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

και πρεβάζι, το
1. πλαίσιο θύρας ή παραθύρου από ξύλο ή μέταλλο
2. το κάτω τμήμα του πλαισίου ενός παραθύρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. pervaz].