οποτεδήποτε

Revision as of 12:05, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (29)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

(Α ὁποτεδήποτε)
επίρρ. σε οποιαδήποτε περίπτωση, σε οποιονδήποτε χρόνο, όποτε («έλα οποτεδήποτε θελήσεις»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁπότε + αορστλ. μόριο δήποτε (πρβλ. οσακις-δήποτε)].