(Α ὁποτεδήποτε)επίρρ. σε οποιαδήποτε περίπτωση, σε οποιονδήποτε χρόνο, όποτε («έλα οποτεδήποτε θελήσεις»).[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁπότε + αορστλ. μόριο δήποτε (πρβλ. οσακις-δήποτε)].