ὁπότε
ἀγαθοὶ δὲ ἐγένοντο διὰ τὸ φῦναι ἐξ ἀγαθῶν → they were virtuous because they were sprung from virtuous men, virtuous they were because they were sprung from men of virtue
English (LSJ)
Ep. ὁππότε, both in Hom.; Ion. ὁκότε; Cyrenaic ὁπόκᾰ Berl.Sitzb.1927.164; in Dor. Poets ὁππόκᾰ Theoc.5.98: Adv. of time, correlat. to πότε, used much
A like ὅτε, exc. that the sense is less definite (cf. X.Cyr.1.6.3), though the two were freq. used without distinction:
I Relat., with the ind., mostly with reference to the past, when, Il.1.399,3.173, etc.; the ind. ἦστε is omitted, 8.230: in Class. Att. Prose only ὅτε is so used, when referring to a particular time, but later ὁπότε returns, as ὁπότε περιῆν when she was alive, POxy.243.10(i A. D.): with the pres. in a simile, ὡς δ' ὁπότε.. ποταμὸς πεδίονδε κάτεισι Il.11.492: with subj., like ὁπόταν, with reference to an indef. number of occasions in the pres. or to the future, ὁππότ' Ἀχαιοὶ Τρώων ἐκπέρσωσ' εὖ ναιόμενον πτολίεθρον 1.163, cf.13.817, 21.112, Od.14.170, Hes.Th.782: sometimes in similes, ὡς ὁπότε νέφεα Ζέφυρος στυφελίξῃ Il.11.305, cf. Od.4.335; but ὁπότ' ἄν, Ep. ὁπότε or ὁππότε κεν, is more common with subj., and in Att. Prose ἄν must be used, v. ὁπόταν: Cyrenaic ὁπόκα κα δήληται Berl.Sitzb. l. c.
2 with opt.:
a to express an event that occurred often, ὁπότε Κρήτηθεν ἵκοιτο Il.3.233, cf. 10.189, 15.284, Od.11.591, Th.1.99,2.15, Pl.Smp. 220a, X.An.3.4.28.
b after a verb of waiting, of a time future relatively to the past, ἷζε.. δέγμενος ὁππότε ναῦφιν ἀφορμηθεῖεν Il.2.794, cf. 4.334,7.415,9.191,18.524.
c in orat. obliq., S.Tr.824 (lyr.), X.An.4.6.20; in implied orat. obliq., Od.24.344 (of a past promise); ἀποδοτέον.. ὁ. μανεὶς ἀπαιτοῖ we were not [as you remember] to... Pl.R. 332a.
d where the principal clause has an opt., μηδ' ἀντιάσειας ἐκείνῳ ὁππότε νοστήσειε Od.18.148, cf. Pl.R. 396c, X.Cyr.1.6.3.
II in indirect questions, with ind., ἦ ῥά τι ἴδμεν.. ὁππότε Τηλέμαχος νεῖται; when he is to return, Od. 4.633; εἰς ὁ. by what time, Aeschin.3.99: rarely after a past tense, προσεδέρκετο, δέγμενος αἰεί, ὁππότε δὴ.. ἐφήσει (for ἐφείη, v. supr. 1.2 b) Od.20.386; εἰς σὲ βλέψαι καὶ τὸν ταμίαν ὁπότ' ἄριστον παραθήσει Ar.V.613.
III ὁποτεοῦν at any time whatever, Arist.Metaph. 1049a1.
B in causal sense, because, since, with ind., Thgn.749 (s. v.l.), Hdt.2.125, Pl.Lg.895c, etc.; also ὁπότε γε S.OC1699 (lyr.), X.Cyr. 8.3.7.
German (Pape)
[Seite 362] ep. ὁππότε, ion. ὁκότε, correl. zu πότε, relativ u. indirect fragend, dann wann, wenn, als; – c. indic., Hom. u. Folgde überall; οὐδ' ὑμεῖς περ ἐνὶ φρεσὶ θέσθε μ' ἀνεγεῖραι, ὁππότ' ἐκεῖνος ἔβη, als jener ging, Od. 4, 729; ἦ ῥά τι ἴδμεν, ὁππότε Τηλέμαχος νεῖτ' ἐκ Πύλου, wissen wir, wann Telemach heimkehrt, ib. 633; Hes. O. 496 Th. 431. 595; Pind. Ol. 1, 37 u. öfter; ὁπότε γε καὶ τὸν ἐν χεροῖν κατεῖχον, da ich ja, Soph. O. C. 1696; Plat. Prot. 356 e Polit. 301 d u. sonst; – häufig im Vergleich, ὡς ὁπότε, wie wenn, Il. 11, 492. 23, 630; in welcher Vrbdg auch der conj. dabei steht, Il. 11, 305 Od. 4, 335. 17, 126; vgl. Heyne exc. IV zu Il. IX; – in der Betheuerung, ὡς ὄφελεν θάνατός μοι ἁδεῖν, ὁππότε υἱέι σῷ ἑπόμην, Il. 3, 173; – c. ἄν u. conj., zeitbedingend, dann, wann, so oft als, Il. 16, 62. 20, 316. Daher ist Il. 21, 340 ὁπότ' ἂν δὴ φθέγξομ' ἐγών conj., wie ἱμείρεται Od. 1, 41; ὁππότε κεν – θήσει, Od. 16, 282, ist ein verdächtiger Vers. – Nach Homer wird daraus ὁπόταν, welches m. vgl.; einzeln findet sich auch der conj. ohne ἄν in dieser Vbdg, ὁππότ' ἐγώ περ ἴω, Il. 16, 245; ἄχνυται, ὁππότε τις μνήσῃ, Od. 14, 170; Hes. Th. 435. 782; ὁπότ' ἀθρήσωσιν, Qu. Sm. 7, 410; – c. optat. in indirecter Rede, Soph. Trach. 821, Plat. Theaet. 143 c, Xen. An. 4, 6, 20; od. Ausdruck der wiederholten Handlung in der Vergangenheit, so oft, πολλάκι μιν ξείνισσεν, ὁπότε Κρήτηθεν ἵκοιτο, Il. 3, 233; ὁπότε ἀναγκασθείη, πάντας ἐκράτει, Plat. Conv. 220 a; ὁπότε τις εἴποι τὸ μὴ ὄν, ἀκριβῶς ᾤμην ξυνιέναι, Soph. 243 b; πάλιν δὲ ὁπότε ἀπίοιεν, ταὐτὸ ἔπασχον, Xen. An. 3, 4, 28, vgl. 7, 7, 6; εἰώθει γοῦν, ὁπότε δεῦρ' ἐμβάλλοι, Cyr. 2, 1, 5; auch ὁπότε πρῶτον ὑμῶν τῳ σοφῶν ἐντύχοιμι, Plat. Hipp. mai. 286 d, sobald ich nur. Erst bei Sp. so auch in Beziehung auf die Gegenwart, Luc. D. mort. 21, 1. – Auch wie quoniam, da, da einmal, ὁπότε ἐνταῦθά ἐσμεν τοῦ λόγου, τόδε ἀποκρινώμεθα, Plat. Legg. X, 895 b; τότε μὲν ἦτε ἀγαθοί, νῦν δ', ὁπότε περὶ τῆς ὑμετέρας σωτηρίας ὁ ἀγών ἐστι, πολὺ προσήκει ἀμείνονας εἶναι, Xen. An. 3, 2, 15; χαλεπὰ τὰ παρόντα, ὁπότε στρατηγῶν τοιούτων στερόμεθα, da wir solcher Feldherren beraubt sind, 3, 2, 2, vgl. Cyr. 6, 1, 8; u. so ὁπότε γε, da ja, An. 7, 6, 11, μέγας δὴ σύ γε, ὁπότε γε καὶ ἡμῖν τάξεις, ἃ ἂν δέῃ ποιεῖν, Cyr. 8, 3, 7; – ἦν δὲ ὁπότε, bisweilen, Xen. An. 4, 2, 27.
French (Bailly abrégé)
épq. ὁππότε;
conj.
I. avec idée de temps quand :
1 dans l'interrog. indir. : ἢ ῥὰ τι ἴδμεν ὁππότε Τηλέμαχος νεῖται ; OD est-ce que nous pouvons savoir quand Télémaque reviendra ? ; avec l'opt. après un temps secondaire : ἵζε, δέγμενος ὁππότε ναῦφιν ἀφορμηθεῖν Ἀχαιοί IL il était assis attendant que les Grecs se fussent élancés des vaisseaux;
2 au sens relat. : quand par hasard : ἔστιν ὁπότε XÉN il y a des temps où, en bien des cas, etc. ; avec l'opt. obl., pour marquer une énumération : toutes les fois que, aussi souvent que ; en gén. quand, lorsque : ὁπότ' ἐν Λήμνῳ (s.e. ἦτε) IL lorsque vous étiez à Lemnos;
II. avec idée de cause puisque, comme, avec l'ind. ; ὁπότε γε XÉN attendu que;
III. avec idée de supposition ou de condition si, avec l'ind. ou l'opt.
Étymologie: ὁ-, thème du pron. relat. ὅς et πότε ; ὁππότε de *ὁτπότε de *ὁδπότε de ὁδ- neutre primit.
Russian (Dvoretsky)
ὁπότε: эп. преимущ. ὁππότε, ион. ὁκότε, дор. ὁππόκᾰ conj.
1 (тогда), когда: ἦ ῥά τι ἴδμεν, ὁ. νεῖται; Hom. известно ли нам, когда (Телемах) вернется?; θυμὸς ἄχνυται, ὁ. τις μνήσῃ Hom. душа болит, когда кто-л. напомнит (об Одиссее); ὁ. ἔχοιεν τὰ ἄκρα Xen. (они условились зажечь костры), когда займут высоты;
2 (всегда), когда, когда бы ни, всякий раз как (ὁ. ἔλθοις πρεσβεύων Xen.): ὁ. ἀναγκασθείη Plat. всякий раз как его принуждали;
3 так как, поскольку: ὁ. ἐνταῦθά ἐσμεν τοῦ λόγου, τόδε ἀποκρινώμεθα Plat. раз мы дошли в своем рассуждении до этого, дадим ответ на следующее;
4 иногда, временами: ἦν δὲ καὶ ὁ. Xen. иногда бывало и так (что);
5 когда бы, если бы: ὁ. ἐντύχοιμι Παλαμήδει Plat. если бы я встретился с Паламедом.
Greek (Liddell-Scott)
ὁπότε: Ἐπικ. ὁππότε, ἀμφότερα παρ’ Ὁμήρῳ: Ἰων. ὁκότε· παρὰ τοῖς Δωρ. ποιηταῖς ὁππόκᾰ, Θεόκρ. 5. 98., 24. 128. - Ἐπίρρ. χρόνου συσχετικὸν τοῦ πότε, ἐν χρήσει σχεδὸν ὡς τὸ ὅτε, πλὴν ὅτι κυρίως ἡ ἔννοια εἶναι ἧττον ὡρισμένη (πρβλ. Ξεν. Κύρ. 1. 6, 3), ἂν καὶ καθόλου ἀμφότερα εἶναι ἐν χρήσει ἀδιακρίτως· Ι. ἀναφορ., μεθ’ ὁριστ. ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐν σχέσει πρὸς τὸ παρελθόν, ὁπότε μιν ξυνδῆσαι Ὀλύμπιοι ἤθελον ἄλλοι Ἰλ. Α. 299· ὅππότε Τηλέμαχος νεῖτ’ ἐκ Πύλου ἡμαθόεντος Ὀδ. Δ. 633, κτλ· ἡ ὁριστ. ἦμεν παραλείπεται, Ἰλ. Θ. 230· μετὰ τοῦ ἐνεστ. ἐπὶ παρομοιώσεως, ὡς δ’ ὁπότε ... ποταμὸς πεδίονδε κάτεισιν Λ. 492· - εἰς ὁπότε, μετὰ μέλλ., ὡς τὸ Ἐπικ. εἰσόκε, καθ’ ὃν χρόνον, ὅταν, τολμᾷ λέγειν εἰς ὁπότ’ ἔσται Αἰσχίν. 67. 39· - μεθ’ ὑποτακτ., ὡς τὸ ὁπόταν, ἐν σχέσει πρὸς τὸ μέλλον, ὁππότ’ Ἀχαιοὶ Τρώων ἐκπέρσωσ’ ἐὺ ναιόμενον πτολίεθρον Ἰλ. Α. 163, πρβλ. Ν. 817, Φ. 112, Ὀδ. Ξ. 170, Ἡσ. Θ. 782· ἐνίοτε ἐν παρομοιώσεσιν, ὡς ὁπότε νέφεα Ζέφυρος στυφελίξῃ Ἰλ. Λ. 305, πρβλ. Ὀδ. Δ. 335, Ρ. 126· - ὡσαύτως, ὁπότε περ Ἰλ. Π. 245· - ἀλλὰ τὸ ὁπότ’ ἄν, Ἐπικ. ὁπότε ἢ ὁππότε κεν, εἶναι συνηθέστερον μετὰ τῆς ὑποτακτ., παρὰ δὲ τοῖς Ἀττικοῖς τὸ ἂν ἀναγκαίως δέον νὰ ὑπάρχῃ, ἴδε ἐν λ. ὁπόταν. 2) μετ’ εὐκτ. ἐν σχέσει πρὸς τὸ παρελθόν, ὁποτεδήποτε· α) εἰς δήλωσιν γεγονότος συμβάντος πολλάκις, ὁπότε Κρήτηθεν ἵκοιτο Ἰλ. Γ. 233, πρβλ. Κ. 189, Ο. 284, Ὀδ. 591, κτλ· οὕτω καὶ Ἀττ., Θουκ. 1. 99., 2. 15, Πλάτ. Συμπ. 220Α, Ξεν. Ἀν. 3. 4, 28· οὕτω, μέχρι τοσούτου ὁπότε, μέχρι τοῦ χρόνου καθ’ ὃν ..., ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. 1. 4, 23· - ἐνίοτε ἐπὶ τυχαίων συμβεβηκότων οὐχὶ ἐν τῷ παρελθόντι, Ὀδ. Πολ. 332Α (εἰ μὴ ἀναγνωστέον ἀπαιτεῖ)· οὕτω ἡγουμένης εὐκτικῆς ἐν τῇ κυρίᾳ προτάσει, Ὀδ. Σ. 148, Πλάτ. Πολ. 396C, Ξεν. Κύρ. 1. 6, 3. β) ἐν πλαγίῳ λόγῳ, Σοφ. Τρ. 124, Ξεν. Ἀν. 4. 6, 20. ΙΙ. ἐν πλαγίαις ἐρωτήσεσιν ἢ φράσεσι, 1) μεθ’ ὁριστ., ἦ ῥά τι ἴδμεν, ὁππότε Τηλέμαχος νεῖται, πότε πρόκειται να ἐπανέλθῃ, Ὀδ. Δ 633· σπανίως παρῳχημένου χρόνου ἡγουμένου, προσεδέρκετο δέγμενος αἰεὶ, ὁππότε δὴ ... ἐφήσει (ἀντὶ ἐφείη, ἴδε κατωτ. 2) Υ. 386 2. μετ’ εὐκτ., ἷζε ... δέγμενος ὁππότε ναυσὶν ἐφορμηθεῖεν Ἰλ. Β. 794, πρβλ. Δ. 331, Ι. 191, κτλ.· ΙΙΙ. ὁποτεοῦν, καθ’ οἱονδήποτε χρόνον, Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 8. 7, 1. Β. ἐπὶ αἰτιολογικῆς σημασ., ἐπειδὴ, ἀφοῦ, ὡς τὸ Λατ. quando ἀντὶ quoniam, μεθ’ ὁριστ., Θέογν. 747, Ἡρόδ. 2. 125, Πλάτ. Νόμ. 895, κτλ· - ὡσαύτως ὁπότε γε, Λατ. quandoquidem, Σοφ. Ο. Κ. 1699, Ξεν. Κύρ. 8. 3, 7.
English (Autenrieth)
whenever, when; w. the same constructions as other rel. words, see ἄν, κέν.
English (Slater)
ὁπότε (v. also ὁπόταν.)
1 when
a introducing temp. cl.,
I c. aor. ind. σὲ δ' ἀντία προτέρων φθέγξομαι, ὁπότ ἐκάλεσε πατὴρ, τότ Ἀγλαοτρίαιναν ἁρπάσαι (O. 1.37) ὁπόθ' Ἁρμονίαν γᾶμεν βοῶπιν (P. 3.91) ὁπότ' ἀπ Ἄργεος ἤλυθονδευτέραν ὁδὸν Επίγονοι P.8.41. Περσεὺς ὁπότε τρίτον ἄυσεν κασιγνητᾶν μέρος ἐνναλίᾳ Σερίφῳ ἄγων (P. 12.11) ἢ χρυσῷ μεσονύκτιον νείφοντα δεξαμένα τὸν φέρτατον θεῶν, ὁπότ' Ἀμφιτρύωνος ἐν θυρέτροις σταθεὶς ἄλοχον μετῆλθεν Ἡρακλείοις γοναῖς; (I. 7.6) ἀλλ ἁ Κοιογενὴς ὁπότ' ὠδίνεσσι θυίοισ ἀγχιτόκοις ἐπέβα νιν, δὴ τότε τέσσαρες ἀπώρουσαν fr. 33d. 3.
II c. impf. ind. φάνη Ζηνὸς ἀμφὶ πανάγυριν Λυκαίου, καὶ ψυχρᾶν ὁπότ' εὐδιανὸν φάρμακον αὐρᾶν Πελλάνᾳ φέρε (O. 9.97) ἐκ δόλου τροφὸς ἄνελε δυσπενθέος, ὁπότε πόρεὐ Ἀχέροντος ἀκτὰν παρ' εὔσκιον νηλὴς γυνά (P. 11.19) οἶά τε χερσὶν ἀκοντίζοντες αἰχμαῖς, καὶ λιθίνοις ὁπότ' ἐν δίσκοις ἵεν (constr. dub.: ἐν Hermann: ὁπότε codd.) (I. 1.25)
b introducing indir. quest. κέκριται πεῖρας οὔ τι θανάτου οὐδ' ἡσύχιμον ἁμέραν ὁπότε ἀτειρεῖ σὺν ἀγαθῷ τελευτάσομεν (O. 2.32) οὐ λανθάνει, φοινικοεάνων ὁπότ' οἰχθέντος ὡρᾶν θαλάμου εὔοδμον ἐπάγοισιν ἔαρ φυτά νεκτάρεα fr. 75. 14.
c frag. ]ων ὁπότε[ Πα. 13. b. 19.
English (Strong)
from ὅς and ποτέ; what(-ever) then, i.e. (of time) as soon as: when.
English (Thayer)
(πότε with the relative ὁ) (from Homer down), when (cf. Buttmann, § 139,34; Winer's Grammar, § 41b. 3): R G T (where L Tr WH ὅτε).
Greek Monolingual
(Α ὁπότε, επικ. τ. ὁππότε, ιων. τ. ὁκότε, δωρ. ποιητ. τ. ὁππόκα, κυρηναϊκός τ. ὁπόκα)
(επίρρ. και χρον. σύνδ.) όποια στιγμή, όταν («ὁπότε μιν ξυνδῆσαι 'Ολύμπιοι ἤθελον ἄλλοι», Ομ. Ιλ.)
νεοελλ.
1. στην περίπτωση αυτή, και τότε («θα δεις πώς είναι τα πράγματα, οπότε αποφασίζεις»)
2. κάθε φορά που, οσάκις
αρχ.
(Ι) ΣΥΝΤΑΞΗ: 1. με ενεστ. οριοτ. ή με υποτ. σε παρομοιώσεις (α. «ὡς δ' ὁπότε... ποταμὸς πεδίονδε κάτεισι», Ομ. Ιλ.
β. «ὡς ὁπότε νέφεα Ζέφυρος στυφελίξῃ», Ομ. Ιλ.)
2. με υποτ., όπως το ὁπόταν, σε σχέση με το παρόν ή το μέλλον κατά παράλειψη του ἂν («ὁππότ' ἔρις καὶ νεῖκος ἐν ἀθανάτοισι ὄρηται», Ησίοδ.)
3. με ευκτ. σε σχέση με το παρελθόν προκειμένου να δηλώσει αόριστη επανάληψη στο παρελθόν («ὁπότε Κρήτηθεν ἵκοιτο», Ομ. Ιλ.)
4. με ρ. που δηλώνουν αναμονή («ἷζε... δέγμενος ὁππότε ναῡφιν ἀφορμηθεῖεν», Ομ. Ιλ.)
5. (σε πλάγ. ερωτ. με ορστ.) πότε («ἦ ῥά τι ἴδμεν ὁππότε Τηλέμαχος νεῖται», Ομ. Οδ.)
(II) ΣΗΜΑΣΙΑ: 1. (αιτιολογική) επειδή βέβαια, αφού, διότι
2. φρ. «εἰς ὁπότε» — όταν.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίρρ. ὁπότε έχει σχηματιστεί από το θ. yo- της αναφορικής αντων. ὅς, ἥ, ὅ και το ερωτ. επίρρ. πότε / κότε / πόκα (πρβλ. ὁποῖος < ποῖος, ὅπως < πῶς κ.λπ.). Για την εναλλαγή τών -π- και -κ- στην αττ. και ιων. διάλ. αντίστοιχα βλ. λ. πο-].
Greek Monotonic
ὁπότε: Επικ. ὁππότε, Ιων. ὁκότε, Δωρ. ὁππόκᾰ· επίρρ. χρόνου, συσχετικό προς το πότε, σχεδόν όπως το ὅτε·
Α. I. 1. με οριστ., όταν, όποτε, Λατ. quando, σε Όμηρ.· εἰς ὁπότε, με μέλ., πότε, σε ποια χρονική στιγμή, λέγειν εἰςὁπότ' ἔσται, σε Αισχίν.
2. με ευκτ. σε σχέση με το παρελθόν, οποτεδήποτε, λέγεται για να εκφράσει ένα γεγονός που έχει συμβεί πολλές φορές, ὁπότε Κρήτηθεν ἵκοιτο, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· επίσης, σε πλάγιο λόγο σε Σοφ. κ.λπ.
II. σε πλάγιες φράσεις, προτάσεις, ἴδμεν, ὁππότε Τηλέμαχος νεῖται, πότε πρόκειται να επιστρέψει, σε Ομήρ. Οδ.· με ευκτ., δέγμενος ὁππότε ναυσὶν ἐφορμηθεῖεν, σε Ομήρ. Ιλ. Β. με αιτιολογική σημασία, γι' αυτό, επειδή, καθώς, όπως το Λατ. quando αντί quoniam, σε Θέογν., Ηρόδ. κ.λπ.· ομοίως, ὁπότε γε, Λατ. quandoquidem, σε Σοφ., Ξεν.
Middle Liddell
of time, correlat. to πότε, much like ὅτε;
I. with the ind., when, Lat. quando, Hom.: —εἰς ὁπότε, with fut., when, by what time, λέγειν εἰς ὁπότ' ἔσται Aeschin.
2. with the opt. in reference to the past, whenever, to express an event that has often occurred, ὁπότε Κρήτηθεν ἵκοιτο Il., etc.:—also in oratio obliqua, Soph., etc.
II. in indirect phrases, ἴδμεν, ὁππότε Τηλέμαχος νεῖται when he is to return, Od.; with opt., δέγμενος ὁππότε ναυσὶν ἐφορμηθεῖεν Il.
B. in causal sense, for that, because, since, like Lat. quando for quoniam, Theogn., Hdt., etc.: so ὁπότε γε, Lat. quandoquidem, Soph., Xen.
Chinese
原文音譯:ÐpÒte 何-坡-帖
詞類次數:副詞(1)
原文字根:那-?這-此外
字義溯源:其時,每逢,當時,之時;由(ὅς / ὅσγε)*=那,這)與(ποτέ)=同時)組成;而 (ποτέ)又由(πού)=大約,某處)與(τέ)*=雙方,且又)組成,其中 (πού)出自(πορφυρόπωλις)X*=有些,甚麼)
出現次數:總共(1);路(1)
譯字彙編:
1) 當⋯時(1) 路6:3
English (Woodhouse)
Translations
because
Abkhaz: избанзар; Afrikaans: omdat, aangesien; Albanian: sepse; Arabic: لِأَنَّ; Egyptian Arabic: علشان, عشان; Hijazi Arabic: لإن, لأن, عشان; North Levantine Arabic: لأنو; South Levantine Arabic: لأنو; Moroccan Arabic: حيت, حيتاش, على حقاش, لنو; Tunisian Arabic: عْلَى خَاطِرْ; Aramaic Assyrian Neo-Aramaic: ܣܵܒܵܒ; Hebrew: מִטּוּל; Syriac: ܡܛܠ; Armenian: որովհետև, քանզի, քանի որ; Aromanian: cã; Asturian: porque; Azerbaijani: çünki, ona görə ki; Bashkir: сөнки; Belarusian: таму што, бо; Bengali: কারণ, কেননা; Breton: peogwir, abalamour ma, en abeg ma, rak ma; Bulgarian: защото, тъй като, понеже; Burmese: လို့; Catalan: perquè, ja que, car, puix, puix que; Chichewa: chifukwa; Chinese Cantonese: 因為/因为; Hakka: 因為/因为, 因爭/因争; Mandarin: 因為/因为, 由於/由于; Min Nan: 因為/因为; Crimean Tatar: çünki; Czech: protože; Danish: fordi, eftersom, da; Dutch: omdat, aangezien, daar; Esperanto: ĉar; Estonian: kuna, seepärast, sest; Ewe: elabena; Faroese: tí, tí at; Finnish: koska, siksi että; French: parce que, car, à cause que; Georgian: იმიტომ რომ, რადგანაც, რადგან, გამო; German: weil, denn, da; Greek: διότι, επειδή, γιατί; Ancient Greek: ἀνθ' ὧν, ἀντὶ τούτων ὄτι, γάρ, δι', διά, διό, διότι, διότιπερ, ἐπεί, ἵν', ἵνα, ὅ τε, ὁθούνεκα, ὁπότε, ὅτι, ὁτιή, οὕνεκα, οὕνεκεν, ὡς; Haitian Creole: paske; Hawaiian: no, no ka mea, ma, i, ma o, muli; Hebrew: כִּי, בִּגְלַל שֶׁ־; Hindi: क्योंकि; Hungarian: mert, mivel; Icelandic: því, af því, því að, af því að, vegna, vegna þess, vegna þess að, út af því að; Ido: pro ke; Indonesian: karena, sebab; Interlingua: proque; Irish: óir, mar, toisc go, arae, de bhrí go; Old Irish: hóre; Italian: perché; Japanese: なぜなら, だって, から, ので, ために; Kabyle: acku; Kashubian: bò; Kazakh: өйткені, себебі; Khmer: ព្រោះ, ពីព្រោះ; Korean: 때문에 ttaemune); Kumyk: неге тюгюл; Kurdish Central Kurdish: بۆ ئەوە, چونکە; Northern Kurdish: çimkî, ji ber ku; Kyrgyz: анткени, себеби; Ladin: ajache; Lao: ເພາະ, ເນື່ອງ, ແຕ່ເນື່ອງຈາກ; Latin: quia, quod, quoniam, cum, pro eo quod, propterea quod; Latvian: jo, tāpēc, tāpēc ka, tādēļ, tādēļ ka; Lithuanian: nes, todėl, kad; Livonian: sīest, sīestõ; Low German: ümdat, dor; Luxembourgish: well; Macedonian: затоа што, бидејќи; Malay: kerana, sebab, karena; Maltese: minħabba, għaliex; Manchu: ᠣᡶᡳ, ᠰᡝᠮᡝ; Maore Comorian: mana; Maori: nā te mea, nō te mea, tā te mea, tō te mea; Mbyá Guaraní: mba'e ta; Mongolian: яагаад гэвэл, болохоор; Mwani: konta, kamana; Navajo: háálá; Neapolitan: pecché; Nepali: किनकि; Norman: passequé; Norwegian Bokmål: fordi, ettersom, da; Nynorsk: av di, fordi, ettersom, då; Occitan: perque; Old Church Slavonic Cyrillic: пон҄еже; Old English: for þon þe; Old Polish: tegodla; Pashto: ځکه چې; Persian: زیرا, چونکه, چون, بدلیل, برای اینکه; Pitjantjatjara: -nguru, -languru, panya; Polish: bo, ponieważ, dlatego że, gdyż, albowiem, bowiem, abociem, wszak; Portuguese: porque, já que; Romani: kaj; Romanian: pentru că, din cauză că, datorită, deoarece; Romansch: perquai che, damai che; Russian: потому что, так как, поскольку, ведь, ибо, понеже; Sanskrit: उपजीव्य, हि; Scottish Gaelic: oir; Serbo-Croatian Cyrillic: је̏р, је̏рбо; Roman: jȅr, jȅrbo; Slovak: pretože; Slovene: ker; Sorbian Lower Sorbian: dokulaž; Spanish: porque, ya que, por cuanto; Swahili: kwa sababu; Swedish: därför att, eftersom; Tagalog: dahil; Tajik: чунки, чун, зеро; Talysh Asalemi: چون; Tatar: чөнки; Thai: เพราะ; Tibetan: གང་ཡིན་ཟེར་ན, ཙང, ག་རེ་ཡིན་ཟེར་ན; Turkish: çünkü; Turkmen: çünki, zerarly, sebäbi; Ukrainian: бо, тому, тому що, так як, оскі́льки, адже, внаслі́док, унаслі́док; Urdu: کیونکہ; Uzbek: negaki, chunki; Venetian: parché; Vietnamese: tại vì, vì, bởi vì; Walloon: paski, ca; Welsh: achos, oherwydd; West Frisian: meidat, omdat, mei't, om't; Wolof: ndax; Yiddish: ווײַל, וואָרעם, וואָרן, מחמת, נאַכסאָל; Zealandic: om'a; Zhuang: aenvih