[Seite 459] ές, sehr glücklich, Sp.
πᾰνευτῠχής: -ές, πάνυ εὐτυχής, Ἄννα Κομν. σ. 94Β, κλ.
-ές, ΝΜπολύ ευτυχισμένος, ευτυχέστατος, πανευδαίμων.