πανευδαίμων
ἡδονὴ μὲν γὰρ ἁπάντων ἀλαζονίστατον → pleasure is the greatest of impostors, pleasure is the most shameless thing of all
English (LSJ)
πανευδαίμον, gen. ονος,
A quite happy, J.AJ8.1.1, Plu.2.1063d, Luc.Cont.14.
2 all-blessed, as honorary title, βασιλεία OGI722.2 (iv A. D.); πόλις (Constantinople) PMasp.32.93 (vi A. D.).
German (Pape)
[Seite 459] ον, ganz glücklich; Luc. Cont. 14 I. öfter, Plut. adv. Stoic. 1 u. a. Sp.
French (Bailly abrégé)
ων, ον ; gén. ονος;
tout à fait heureux.
Étymologie: πᾶν, εὐδαίμων.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πανευδαίμων -ον, gen. -ονος [πᾶς, εὐδαίμων] geheel en al gelukkig.
Russian (Dvoretsky)
πᾰνευδαίμων: 2, gen. ονος в высшей степени счастливый Plut., Luc.
Greek (Liddell-Scott)
πᾰνευδαίμων: -ον, ὅλως εὐδαίμων, εὐδαιμονέστατος, Πλούτ. 2. 1063D, Λουκ. Χάρων ἢ Ἐπισκοποῦντ. 14.
Greek Monolingual
-ον, ΝΑ
ευδαιμονέστατος, πολύ ευτυχισμένος, πανευτυχής
αρχ.
τιμητικός τίτλος άρχοντα, βασιλιά («πανευδαίμων βασιλεία», επιγρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + εὐδαίμων.
Greek Monotonic
πᾰνευδαίμων: -ον, πολύ ευτυχισμένος, σε Λουκ.