Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
ὀνοκένταυρος, ό, θηλ. όνοκένταυρα (Α)1. είδος πιθήκου χωρίς ουρά2. είδος δαιμόνων που κατοικούσαν σε άγριους και έρημους τόπους.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνος + κένταυρος].