κένταυρος
Τοὺς τῆς φύσεως οὐκ ἔστι λανθάνειν (μανθάνειν) νόμους → Legibus naturae non potest evadier → Naturgesetze keiner insgeheim verletzt
German (Pape)
[Seite 1417] ὁ, s. nom. pr. Nach Hesych. hießen so auch οἱ παιδερασταί, vgl. Phot.; auch = τὸ γυναικεῖον μόριον, Eust. Od. 21, 296 u. Phot. aus Theop. com.
Greek Monolingual
ο (Α κένταυρος)
1. μυθ. διφυές μυθικό ον που ήταν άνθρωπος από τη μέση και πάνω και άλογο από τη μέση και κάτω
2. αστρον. ονομασία αστερισμού του νότιου ημισφαιρίου
αρχ.
1. παιδεραστής
2. κωμ. τα αιδοία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Έχει συνδεθεί με το αρχ. ινδ. Gandharva, ονομασία κάποιου μυθικού όντος, και με το λατ. februus «καθάρσιος, αγνιστικός», συνδέσεις που δεν φαίνονται να ευσταθούν. Επιχειρήθηκε επίσης η ερμηνεία του ως συνθέτου με το ρ. κεντώ ως α' συνθετικό και διάφορες εκδοχές για το β': -αυρος < αὔρα με σημ. «αέρας» ή και «νερό», πρβλ. ἄν-αυρος «ορεινός χείμαρρος», ή από ένα υποθετικό auro- με σημ. «άλογο». Πρόκειται για εικασίες, που δεν αποκλείουν τη μη ΙΕ προέλευση της λ.
ΠΑΡ. κενταύρ(ε)ιον
αρχ.
κενταύρειος, κενταυρίδης, κενταυρίη, κενταυρικός, κενταυρίς.
ΣΥΝΘ. κενταυρομαχία
αρχ.
κενταυρόμορφος, κενταυροπληθής, κενταυροφόνος
αρχ.-μσν.
κενταυροκτόνος].
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κένταυρος -ου, ὁ centaur (paard-mens).
Mantoulidis Etymological
(οἱ Κένταυροι ἦταν ἄγρια φυλή τοῦ Πηλίου, ἔφιπποι βουκόλοι). Ἀπό τό κεντῶ + ταύρος. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα κεντῶ.