πισεύς
English (LSJ)
έως, ὁ,
A dweller in meadows, Theoc.25.201.
Greek Monolingual
-έως, ὁ, Α
τόπος γεμάτος λιβάδια, λιβαδότοπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πῖσος «λιβάδι» + κατάλ. -εύς].
έως, ὁ,
A dweller in meadows, Theoc.25.201.
-έως, ὁ, Α
τόπος γεμάτος λιβάδια, λιβαδότοπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πῖσος «λιβάδι» + κατάλ. -εύς].