1. πίνω κάτι παραπάνω από όσο πρέπει2. πίνω πολύ, είμαι πότης, είμαι μέθυσος3. (η μτχ. πάθ. παρακμ.) παραπιωμένος, -η, -οπολύ μεθυσμένος.