πανηγυριώτης

Revision as of 12:05, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (30)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ο, θηλ. -ώτισσα
αυτός που μετέχει σε πανηγύρι ή σε συναφή εορτασμό, πανηγυριστής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πανηγύρι. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Ραμπαγάς].