ή, όν,
A dumb, Hsch. II dark, Id. :—also νῠθώδης, ες, Id.
νυθός: -ή, -όν, «νυθόν· ἄφωνον. σκοτεινὸν» Ἡσύχ.: νυθώδης, ες, «νυθῶδες. σκοτεινῶδες» παρὰ τῷ αὐτῷ.
νυθός, -ή, -όν (Α)(κατά τον Ησύχ.) «νυθὁνἄφωνον, σκοτεινόν».