νυθός
From LSJ
Ἡ δ᾽ ἐμὴ ψυχὴ πάλαι τέθνηκεν, ὥστε τοῖς θανοῦσιν ὠφελεῖν → My soul died long ago so that I could give some help to the dead
English (LSJ)
νυθή, νυθόν,
A dumb, Hsch.
II dark, Id.:—also νυθώδης, ες, Id.
Greek (Liddell-Scott)
νυθός: -ή, -όν, «νυθόν· ἄφωνον. σκοτεινὸν» Ἡσύχ.: νυθώδης, ες, «νυθῶδες. σκοτεινῶδες» παρὰ τῷ αὐτῷ.
Greek Monolingual
νυθός, -ή, -όν (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «νυθὁν
ἄφωνον, σκοτεινόν».
German (Pape)
heimlich, unvermerkt, von Hesych. ἄφωνον erkl., lautlos; es scheint mit νόθος verwandt.