ξεινοδόκος
French (Bailly abrégé)
ion. p. ξενοδόχος.
English (Autenrieth)
(δέχομαι): guest-receiving, hospitable; as subst., host, Od. 18.64.
Greek Monolingual
ξεινοδόκος, -ον (Α)
(ιων. και επικ. τ.) βλ. ξενοδόκος.
ion. p. ξενοδόχος.
(δέχομαι): guest-receiving, hospitable; as subst., host, Od. 18.64.
ξεινοδόκος, -ον (Α)
(ιων. και επικ. τ.) βλ. ξενοδόκος.