ξενίδιον

Revision as of 12:06, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (27)

English (LSJ)

τό,

   A guesthouse, PTeb.335.17 (iii A. D.).

Greek Monolingual

ξενίδιον, τὸ (Α)
οικίσκος προορισμένος για τους ξένους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + υποκορ. κατάλ. -ίδιον (πρβλ. ιππ-ίδιον)].