ξήροψις: -εως, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων ξηρὰν ὄψιν τοῦ προσώπου, ἰσχνὸν πρόσωπον, Μαλαλ. 303, 10.
ξήροψις, ό, ἡ (Μ)αυτός που έχει ξηρή όψη, ισχνό πρόσωπο.[ΕΤΥΜΟΛ. < ξηρός + ὄψις (πρβλ. κύκν-οψις)].