ξυλόκοκκον

Revision as of 12:06, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (27)

English (LSJ)

τό,

   A = κεράτιον II, Aët.9.32.

Greek Monolingual

ξυλόκοκκον, τὸ (Α)
πολύ μικρή μονάδα βάρους, το κεράτιον, σημερ. καράτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλον + κόκκος «είδος μέτρου»].