καράτι
From LSJ
οὐκ ἔστι λέουσι καὶ ἀνδράσιν ὅρκια πιστά → there are no pacts between lions and men, between lions and men there are no oaths of faith, there can be no covenants between men and lions
Greek Monolingual
το
1. μονάδα μέτρησης του βαθμού καθαρότητας των κραμάτων χρυσού, δηλ. της περιεκτικότητας καθαρού χρυσού, με βάση τον απολύτως καθαρό χρυσό, που είναι 24 καρατιών
2. (για πολύτιμους λίθους) μονάδα βάρους ίση με το ένα πέμπτο του γραμμαρίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. ιταλ. carato < λατ. carratus < αρχ. ελλ. κεράτ-ιον «κουκούτσι χαρουπιού»].