ξυλοφθόρος
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
ξῠλοφθόρος: ὁ, σκωλήκιόν τι φθεῖρον τὸ ξύλον, π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 32, 3.
Greek Monolingual
ξυλοφθόρος, ὁ, ἡ ξυλοφθόρος, τὸ (Α)
είδος σκουληκιού που καταστρέφει τα ξύλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλον + -φθόρος (< φθείρω), πρβλ. λινο-φθόρος.