ξυλοφθόρος

From LSJ

Εἰ μὲν ἐπ' ἀμφοτέροισιν, Ἔρως, ἴσα τόξα τιταίνεις, εἶ θεός (Rufinus, Greek Anthology 5.97) → If, Eros, you're stretching your bow at both equally, then you're a god.

Source

German (Pape)

[Seite 281] Holz verderbend, σκωλήκιον, Arist. H. A. 5, 32.

Russian (Dvoretsky)

ξῠλοφθόρος: портящий древесину (σκωλήκιον Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

ξῠλοφθόρος: ὁ, σκωλήκιόν τι φθεῖρον τὸ ξύλον, π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 32, 3.

Greek Monolingual

ξυλοφθόρος, ὁ, ἡ ξυλοφθόρος, τὸ (Α)
είδος σκουληκιού που καταστρέφει τα ξύλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλον + -φθόρος (< φθείρω), πρβλ. λινοφθόρος.