ωνος, ὁ,
A boat for conveying timber, BGU812i2 (ii/iii A.D.).
ξυλοπάκτων, -ωνος, ὁ (Α)σκάφος για μεταφορά ξυλείας.[ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλον + πάκτων «είδος λέμβου»].