ὀδοντοτύραννος

Revision as of 12:07, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (28)

English (LSJ)

[ῠ], ὁ, a large animal, prob.

   A crocodile, in the Indus or Ganges, Ps.-Callisth.3.10.

German (Pape)

[Seite 293] ὁ, der Großzahn, ein Wurm am Indus oder Ganges, Ael. H. A. 5, 3 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ὀδοντοτύραννος: ὁ, σκώληξ τις ἐν τῷ Ἰνδῷ ἢ τῷ Γάγγῃ ποταμῷ, ἴδε Αἰλ. π. Ζ. 5. 3.

Greek Monolingual

ὀδοντοτύραννος, ὁ (Α)
ζώο μεγάλου μεγέθους, πιθ. κροκόδειλος, το οποίο ζούσε στον Ινδό ή στον Γάγγη ποταμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀδούς, ὀδόντος + τύραννος.