τύραννος
Ξένοις ἐπαρκῶν τῶν ἴσων τεύξῃ ποτέ → Bene de extero quid meritus exspectes idem → Hilf Fremden und dereinst wird Gleiches dir geschehn
English (LSJ)
[ῠ], ὁ, also ἡ (v. infr. 1.2),
A an absolute ruler, unlimited by law or constitution, first in h.Mart. 5 (unless the hymn is late), where it is used of a god, Ἆρες,.. ἀντιβίοισι τύραννε; so ὁ τῶν θεῶν τ., of Zeus, A.Pr.736, cf. Ar.Nu.564 (lyr.); ὦ τύραννε τᾶς ἐμᾶς φρενός, i.e. Apollo, S.Tr.217 (lyr.); σὺ δ' ὦ τύραννε θεῶν τε κἀνθρώπων Ἔρως E.Fr.136; Μὴν Τύραννος, a Phrygian deity worshipped in Attica, IG22.1366.2(i A. D.), al.; οὔ, τὴν τ. (perhaps Hera), in an oath, Herod.5.77: first used of monarchs in the time of Archil. (cf. τυραννίς 1) acc. to Hippias 9 D.; Φίττακον ἐστάσαντο τ. Alc. 37 A; ἢν μή τις ἢ τ. ἢ σκηπτοῦχος ᾖ Semon.7.69; λαγέτας τ. Pi.P.3.85; interchangeable with βασιλεύς in Isoc.2.4 (cf. 1), 35 (cf. 36); later, chief, princeling, OGI 654.8 (Egypt, i B. C.); τ. ἴδιοι καθ' ἕκαστον ἐμτπόριον Peripl.M.Rubr.14: c. gen., Κροῖσος.. τ. ἐθνέων τῶν ἐντὸς Ἅλυος Hdt.1.6; Κλεισθένης ὁ Σικυῶνος τ., Ἱστιαῖος ὁ Μιλήτου τ., etc., Id.5.67, 7.10.γ, etc.; ὁ τῶν Κυπρίων τ. Sor.1.39; οἱ τ., of the Sicilian tyrants, Th.1.14; of the Pisistratidae, X.HG6.5.33, Arist.Ath.13.5, Pol.1275b36, cf. Th.6.54, Pl.Smp. 182c; τὸν τ. κτανέτην Scol.9.3; οἱ τ. = the monarchical party, προδιδοὺς τοῖς τ. τὴμ πόλιν τὴν Ἐρυθραίων IG12.10.32: freq. in a bad sense, δημοφάγος τ. Thgn.1181, cf. 823, Hdt.3.80, Pl.Grg. 510b, Plt. 301c, R.569b, etc.; ὕβρις φυτεύει τύραννον S.OT873 (lyr.).
2 in a wider sense, of members of the ruler's family, οἱ τύραννοι 'the royal house', Id.Tr.316, cf. OC851, Charito 1.2: ἡ τύραννος is used both of the queen herself and the king's daughter, princess, E.Hec.809, Med. 42, 877, 1356, cf. infr. ΙΙ; πρέπει γὰρ ὡς τ. εἰσορᾶν, of Clytemnestra, S.El.664; αὐτὴ.. τ. ἦ Φρυγῶν E.Andr.204.
3 metaph., ἵνα Δίκη τ. ᾖ that Justice may be supreme, Critias 25.6D.; Ερως τ. ἀνδρῶν E. Hipp.538 (lyr.); Πειθὼ τὴν τ. ἀνθρώποις μόνην Id.Hec.816.
4 golden-crested wren, Regulus cristatus, Arist.HA592b23; cf. τροχίλος 1.2.
II τύραννος, ον, as adjective, kingly, royal, τύραννα σκῆπτρα A. Pr.761; τ. σχῆμα S.Ant.1169; τύραννα δρᾶν to act as a king, Id.OT 588; ἡ τύραννος κόρη E.Med.1125; τύραννον δῶμα = the king's palace, Id.Hipp.843 (lyr.), etc.; τ. ἑστία Id.Andr.3; τ. δόμος the royal house, Id.Hel.478, etc.; ἐς τύρανν' ἐγημάμην into the royal house, Id.Tr.474.
2 imperious, despotic, τ. πόλις Th.1.122, 124; αἱ τ. φύσεις Luc.Ner.2. (Loan-word, prob. from Phrygian or Lydian.)
German (Pape)
[Seite 1164] ὁ, auch ἡ (dor. statt κοίρανος, von κῦρος, κύριος, erst zu Archilochus Zeit aufgekommen, s. τυραννίς), eigtl. Herr, Gebieter, gew. Herrscher, und zwar unbeschränkter, durch kein Gesetz u. keine Verfassung gezügelter Herrscher; auch überte. von den Göttern, H. h. 7, 5, Ar. Nub. 564; ὁ τῶν θεῶν τύραννος Aesch. Prom. 738, u. öfter vom Zeus; ὡς δὴ σύ μοι τύραννος Ἀργείων ἔσῃ, Ag. 1616; λαγέταν τύραννον, Pind. P. 3, 85; u. geradezu König, Soph. O. R. 514 u. öfter; πρέπει γὰρ ὡς τύραννος εἰσορᾶν, El. 654. – Bes. derjenige, der sich in einem freien Staate wider die Gesetze u. gegen den Willen des Volkes die Herrschaft anmaßt, ein revolutionärer, willkührlicher Alleinherrscher; so daß mit dem Worte ursprünglich mehr das ungesetzliche Erlangen der Herrschaft, als die Art der Verwaltung bezeichnet wird; also nicht, wie es bei Neuern gew. gebraucht wird, ein Wütherich; denn z. B. der milde Peisistratos heißt so, weil er, ohne daß das Volk ihm die Gewalt übertragen, die Alleinherrschaft sich angemaßt hat; weil aber das widerrechtlich Angemaßte dem freien Volke an sich schon lästig war, und gew. nur durch fortgesetzte Gewalttätigkeit behauptet werden konnte, erhält der Name früh eine gehässige Nebenbdtg; so bei Plat. gew., ὅπου τύραννός ἐστιν ἄρχων ἄγριος καὶ ἀπαίδευτος, Gorg. 510 b; vgl. bes. Polit. 301 c, ὅταν μήτε κατὰ νόμους μήτε κατὰ ἔθη πράττῃ τις εἷς ἄρχων, μῶν οὐ τότε τὸν τοιοῦτον τύραννον κλητέον; Xen. Mem. 4, 6, 12. – Adj., herrisch, gebieterisch, nach Tyrannenart; τύραννα δρᾶν, Soph. O. R. 588; ἡ τύραννος κόρη, Eur. Med. 1122, u. öfter; τύραννα σκῆπτρα, Aesch. Prom. 263; καὶ ζῇ τύραννον σχῆμ' ἔχων, Soph. Ant. 1154; δῶμα, Eur. Hipp. 843; τύραννος πόλις, Thuc. 1, 124. 188, u. sonst noch einzeln in Prosa.
French (Bailly abrégé)
ου;
I. subst. (ὁ, qqf ἡ)
1 maître absolu, maître tout-puissant en parl. des dieux, de l'amour;
2 celui qui usurpe le pouvoir absolu dans un État libre ; tyran, despote ; p. ext. en parl. de la famille d'un tyran ὁ τύραννος le fils d'un tyran, le jeune prince ; ἡ τύραννος la femme ou la fille d'un tyran, princesse;
II. adj. 1 qui exerce un pouvoir absolu, despotique : τύραννα δρᾶν SOPH agir en tyran;
2 de tyran, de souverain (sceptre, etc.).
Étymologie: dor. c. κοίρανος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
τύραννος -ου, ὁ, ἡ tyrannos, alleenheerser; overdr.:; ὕβρις φυτεύει τύραννον hybris ligt aan de wortel van tirannie Soph. OT 873; ἵνα Δίκη τύραννος ᾐ opdat Recht alleenheerser is Critias B 25.6; Πειθὼ τὴν τύραννον ἀνθρώποις μόνην Overreding, de enige heerser over mensen Eur. Hec. 816; lid van de koninklijke familie:. μὴ τῶν τυράννων; is zij soms lid van het koningshuis? Soph. Tr. 316. als adj. τύραννος, -ον van een tyrannos, koninklijk:; τύραννον σχῆμ’ ἔχων in koninklijke stijl Soph. Ant. 1169; ἡ τύραννος κόρη de prinses Eur. Med. 1125; ongunstig:. πόλις τύραννος een stad die zich als tiran gedraagt Thuc. 1.124.3.
Russian (Dvoretsky)
τύραννος:
1 всевластный, тираннический (σκῆπτρα Aesch.): τ. πόλις ἐν τῇ Ἑλλάδι Thuc. государство, захватившее власть над (всей) Грецией;
2 царский, царственный (δῶμα Eur.): ἡ τ. κόρη Eur. царевна - см. тж. τύραννα.
I (ῠ) ὁ, реже ἡ
1 властелин, повелитель (τῶν θεῶν Aesch.);
2 (в отличие от наследственно-законного царя - βασιλεύς) захватчик царской власти, тиранн, самодержец Soph., Xen., Plat.;
3 царь или царевич Her., Soph.: ἡ τ. Soph., Eur. царица;
4 птица королек (Regalus cristatus) Arst.
English (Slater)
τῠραννος tyrant λαγέταν γάρ τοι τύραννον δέρκεται ὁ μέγας πότμος (Hieron) (P. 3.85) ]τυρανν[ (?Diomedes) fr. 169. 35.
Spanish
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ, και τύραγνος Ν, και επικ. και δωρ. τ. κοίρανος και ως επίθ. τύραννος, -ον, και τύραννος, ἡ, Α
1. ανώτατος άρχων, δεσπότης, βασιλιάς («τὸν τύραννον Οἰδίπουν», Σοφ.)
2. (γενικά) απόλυτος άρχων που κληρονόμησε ή έχει καταλάβει την εξουσία με την βία και την απάτη και τήν ασκεί κατά τρόπο αυθαίρετο και καταπιεστικό, δυνάστης («ὕβρις φυτεύει τύραννον», Σοφ.)
3. μτφ. α) απόλυτος κύριος, εξουσιαστής («ἔρωτα... τὸν τύραννον ἀνδρῶν», Ευρ.)
β) καταπιεστής, βασανιστής («δεν θέλω τύραννο πάνω από το κεφάλι μου»)
4. φρ. «τριάκοντα τύραννοι» — βλ. τριάκοντα
νεοελλ.
1. ζωολ. το πιο αντιπροσωπευτικό γένος της οικογένειας στρουθιόμορφων πτηνών τύραννοι
2. στον πληθ. οι τύραννοι
ζωολ. οικογένεια στρουθιόμορφων πτηνών του Νέου Κόσμου, γνωστή παλαιότερα και ως τυραννίδες, με 300 περίπου είδη γνωστά με την κοινή ονομασία μυγοχάφτες της Αμερικής, λόγω τών παρόμοιων τροφικών συνηθειών τους με τα πουλιά αυτά
μσν.
1. αποστάτης, στασιαστής («ἀπεκεφάλισεν αὐτὸν ὡς τύραννον», Μαλάλ. Ι.)
2. ως επίθ. στασιαστικός («ἔθνος φιλοθόρυβόν τε καὶ τύραννον», Θεοφύλ. Σ.)
μσν.-αρχ.
ως επίθ. δεσποτικός, απολυταρχικός
αρχ.
1. (κατ' επέκτ.) α) γιος τυράννου
β) κάθε μέλος της οικογένειας τυράννου
2. άτομο παράνομο
3. (ως θηλ.) ἡ τύραννος
η γυναίκα ή η κόρη του τυράννου
4. ως επίθ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ανώτατο άρχοντα, στον τύραννο, τυραννικός (α. «τύραννα σκῆπτρα», Αισχύλ.
β. «τύραννον δῶμα» — τα ανάκτορα, Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Πρόκειται πιθ. για λ. που ανάγεται στο προελληνικό γλωσσικό υπόστρωμα ή για δάνεια λ. από την περιοχή της Μικράς Ασίας (πρβλ. και τα συνώνυμα βασιλεύς, ἄναξ). Ο επικ. ωστόσο τ. κοίρανος έχει ινδοευρωπαϊκή προέλευση. Αμφίβολη είναι η σύνδεση της λ. τύραννος με το ετρουσκικό turan. Η λ. με τη νεοελλ. σημ. ως επιστημ. όρος είναι αντιδάνεια, πρβλ. νεολατ. tyrannus και tyrannidae].
Greek Monotonic
τύραννος: [ῠ], ὁ,
I. 1. απόλυτος άρχοντας, του οποίου η εξουσία δεν περιορίζεται ούτε από τους νόμους ούτε από κάποιο πολιτικό σύστημα, σε Ηρόδ., Αισχύλ. κ.λπ.· δεν είχε εφαρμογή στις παλιές κληρονομικές βασιλείες (βασιλεῖαι), όπως εκείνες του Ομήρου ή της Σπάρτης· σήμαινε μάλλον τον παράνομο τρόπο κατά τον οποίο καταλαμβάνονταν η εξουσία, παρά τον τρόπο κατά τον οποίο εξασκούνταν, επειδή η λέξη τύραννος χρησιμοποιείται και για τον ήπιο Πεισίστρατο, αλλά όχι για τους δεσποτικούς βασιλείς της Περσίας. Παρόλα αυτά, η λέξη σύντομα κατάντησε ονειδιστική, σε Πλάτ. κ.λπ.
2. με ευρύτερη σημασία, ο γιος του τυράννου ή κάθε μέλος της οικογένειας αυτού, σε Σοφ.· ομοίως, ἡ τύραννος ήταν και η βασίλισσα (γυναίκα του τυράννου) και η πριγκίπισσα (κόρη αυτού), σε Ευρ.
II. 1. τύραννος, -ον, ως επίθ., βασιλικός, σε Τραγ.
2. αυτοκρατορικός, δεσποτικός, σε Θουκ.· τύραννα δρᾶν, σε Σοφ. (το τύρ-αννος είναι πιθ. από την ίδια ρίζα όπως το κύρ-ιος, κοίρ-ανος).
Greek (Liddell-Scott)
τύραννος: [ῠ], ὁ, ὡσαύτως ἡ (ἴδε κατωτ. 2), ἀπόλυτος ἄρχων, δεσπότης οὗ ἡ ἐξουσία δὲν περιορίζεται μήτε ὑπὸ νόμων μήτε ὑπὸ πολιτικοῦ τινος συστήματος, πιθανῶς πρῶτον ἐν Ὁμ. Ὕμν. 7. 5, ἔνθα εἶναι ἐν χρήσει ἐπὶ θεοῦ, Ἆρες, ... ἀντιβίοισι τύραννε; οὕτως, ὁ τῶν θεῶν τ., ἐπὶ τοῦ Διός, Αἰσχύλ. Πρ. 736, πρβλ. Ἀριστοφ. Νεφ. 564· ὦ τύραννε τᾶς ἐμᾶς φρενός, δηλ. Ἄπολλον, Σοφ. Τρ. 217. Τῆς λέξεως κατὰ πρῶτον ἤρχισε νὰ γίνηται χρῆσις κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ Ἀρχιλόχου, «καθάπερ Ἱππίας ὁ σοφιστής φησιν» Ὑπόθεσις β΄ εἰς Σοφ. Οἰδ. Τύρ., Σχόλ. εἰς Αἰσχύλ. Πρ. 224· καὶ κατέστη συνήθης κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ Θεόγνιδος, Πινδ. καὶ Ἡρόδ., ὅτε μετὰ τὴν κατάργησιν τῶν κληρονομικῶν βασιλειῶν καὶ τὴν εἰσαγωγὴν ἐλευθέρων πολιτευμάτων, πάντες οἱ λαμβάνοντες ἀπόλυτος ἐξουσίαν ἔν τινι πολιτείᾳ ἐκαλοῦντο τύραννοι· - ἐσήμαινε δὲ ἡ λέξις μᾶλλον τὸν τρόπον τὸν ἀνώμαλον καὶ παράνομον, καθ’ ὃν ἡ ἐξουσία κατελαμβάνετο (δηλ. τὴν βίαν ἢ ἀπάτην), ἢ τὸν τρόπον καθ’ ὃν ἐξησκεῖτο, ἐπειδὴ ἡ λέξις τύραννος λέγεται ἐπὶ τοῦ ἠπίου καὶ χρηστοῦ Πεισιστράτου, ἀλλ’ οὐχὶ ἐπὶ τῶν σκληρῶν καὶ δεσποτικῶν βασιλέων τῆς Περσίας. Ταχέως ὅμως ἡ λέξις κατήντησε νὰ εἶναι ὀνειδιστική, καὶ τότε ἦν ἐν χρήσει ὡς καὶ νῦν ἔτι· οἷον ἐν Πλάτ. Γοργ. 510Β, Πολιτικ. 301C, κ. ἀλλ.· ὕβρις φυτεύει τύραννον Σοφ. Ο. Τ. 873· πρβλ. Arnold Append. 1 to Thuc. vol. 1, Λεξικ. τῶν Ἀρχαιοτ. ἐν λέξ. 2) ἐν εὐρυτέρᾳ σημασίᾳ, ὁ υἱὸς τοῦ τυράννου ἢ πᾶν μέλος τῆς οἰκογενείας αὐτοῦ, Schäf εἰς Σοφ. Τρ. 316, Reisig Enarr. εἰς Σοφ. Ο. Κ. 847 (851)· - οὕτως, ἡ τύραννος ἦτο ἥ τε γυνὴ τοῦ τυράννου καὶ ἡ θυγάτηρ, ἡ βασίλισσα καὶ ἡ πριγκίπισσα, Εὐρ. Ἑκ. 809, Μήδ. 41 (ἔνθα ἴδε Elmsl.), 877, 1356· πρέπει γὰρ ὡς τύραννος εἰσορᾶν, ἐπὶ τῆς Κλυταιμνήστρας, Σοφ. Ἠλ. 664· αὐτή... τ. ἦν Φρυγῶν Εὐρ. Ἀνδρ. 204. 3) μεταφορ., αὐλὸς τ. τᾶς ἐμᾶς φρενὸς Σοφ. Τρ. 217· ἔρως τ. ἀνδρῶν Εὐρ. Ἱππ. 538· πειθὼ τὴν τ. ἀνθρώποις μόνην ὁ αὐτ. ἐν Ἑκάβ. 816. 4) πτηνόν τι πιθαν. τὸ ἔχον χρυσοῦν λόφον ὅμοιον τῷ τροχίλῳ ἢ ὀρχίλῳ, Regulus cristatus, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 3, 5· πρβλ. τρόχιλος Ι. 2. ΙΙ. τύραννος, ον, ὡς ἐπίθετ., ὡς τὸ τυραννικός, βασιλικός, τύραννα σκῆπτρα Αἰσχύλ. Πρ. 761· τ. σχῆμα Σοφ. Ἀντ. 1169· ἡ τύραννος κόρη Εὐρ. Μήδ. 1125· τύραννον δῶμα, τὰ βασίλεια, τὸ παλάτιον, Εὐρ. Ἱππόλ. 843, κλπ.· τ. ἑστία ὁ αὐτ. ἐν Ἀνδρ. 3· τ. δόμος, τὸ βασιλικὸν παλάτιον, ὁ αὐτ. ἐν Ἑλ. 478, κλπ.· ἦ μὲν τύραννος κεἰς τύρανν’ ἐγημάμην, ἤμην βασιλεὺς καὶ ἐκ βασιλικῆς οἰκογενείας ἔλαβον γυναῖκα, ὁ αὐτ. ἐν Τρῳ. 474. 2) αὐτοκρατορικός, δεσποτικός, τ. πόλις Θουκ. 1. 122, 124· τύραννα δρᾶν Σοφ. Ο. Τ. 588.
Middle Liddell
τῠ́ραννος, ὁ,
I. an absolute sovereign, unlimited by law or constitution, Hdt., Aesch., etc.: not applied to old hereditary sovereignties (βασιλεῖαἰ such as those of Hom. or of Sparta; for the term rather regards the irregular way in which the power was gained, than the way in which it was exercised, being applied to the mild Pisistratus, but not to the despotic kings of Persia. However, the word soon came to imply reproach, like our tyrant, Plat., etc.
2. in a wider sense, the tyrant's son, or any member of his family, Soph.:—so, ἡ τύραννος was both the queen herself or a princess, Eur.
II. τύραννος, ον, as adj. kingly, royal, Trag.
2. imperious, despotic, Thuc.; τύραννα δρᾶν Soph. τύραννος is prob. from same Root as κύριος, κοίρανος.]
Frisk Etymology German
τύραννος: {túrannos}
Grammar: m.
Meaning: unumschränkter Herrscher, Alleinherrscher, Tyrann, vereinzelt f. Herrin, Fürstin, auch als Adj. herrisch, gebieterisch, herrschend (seit h. Mart., Pi., ion. att. usw.).
Composita: Kompp., z.B. μισοτύραννος Tyrannen hassend (ion. att.), τυραννοκτόνος m. f. tyrannenmordend, Tyrannenmörder (sp.).
Derivative: Davon 1. τυραννίς (ἀρχή? Schwyzer 465) f. ‘Allein- herrschaft, (Gewalt)herrschaft, Tyrannei’ (Pi., ion. att. seit Archil.). 2. -ία f. ib. (Xenoph., sp. Pap.). 3. -εῖον, oft pl. -εῖα die Residenz eines Alleinherrschers (Str., D. S.,J.,Plu. usw.). 4. -ικός dem Alleinherrscher gehörig, geziemend, gewalttätig, tyrannisch (seit A.; Chantraine Études 116ff., 151). Verba: 5. -εύω (nach βασιλεύω), -έω, ganz vereinzelt m. συν- u.a., ‘Alleinherrscher sein, (unumschränkt) herrschen’ (ion. att.). 6. -ησείω Desider. nach der Tyrannei streben (Sol. ap. D. L.). 7. -ιάω ‘an Herrschsucht leiden, nach der T. streben’ (J., D. L. u.a.). 8. — ίζ ω es mit dem Tyrannen halten (D.).
Etymology: Unerklärtes Fremdwort aus der kleinasiat.-ägäischen Kultursphäre (wie βασιλεύς, wohl auch ἄναξ, gegenüber dem sicher altererbten κοίρανος). Über die zahlreichen ergebnislosen oder ganz unsicheren Hypothesen, u.a. zu etr. turan Venus (eig. *’Herrin’?), orientiert Heubeck Praegraeca 68 ff. Lit. auch bei v. Windekens KZ 74, 123ff.
Page 2,946-947
English (Woodhouse)
Mantoulidis Etymological
Πιθανόν ἀντί τοῦ κοίρανος (=ἄρχοντας), (κῦρος – κύριος). Ἀβέβαιη ἡ ἐτυμολογία του. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: τυραννεύω καί τυραννέω -ῶ, τυραννία, τυραννικός, τυραννικῶς, τυραννίς -ίδος, ἀτυράννευτος.
Léxico de magia
ὁ señor, dueño absoluto ref. a dioses κάνθαρος, ὁ πτεροφυὴς μεσουρανῶν τ., ἀπεκεφαλίσθη el escarabajo, el señor alado que está en medio del cielo fue decapitado P XII 45 ἐπικαλοῦμαί σε, βασιλεῦ βασιλέων, τύραννε τυράννων te invoco a ti, rey de reyes, señor de señores P XIII 605 ἐλθέ μοι, τύραννε τῆς οὐσίας ven a mí, señor de la entidad P III 339 (fr. lac.)
Lexicon Thucydideum
tyrannus, tyrant, absolute ruler, 1.14.2. 1.17.1. 1.18.1. 1.18.11.20.2. 1.122.3, 1.124.3, 2.15.5. 3.62.3. 3.104.1. 3.104.2. 6.4.2. 6.6.1. 6.5.3. 6.54.1. 6.54.5. 6.55.1. 6.59.3. 6.59.36.85.1, 6.89.4. 6.94.1. 8.68.4.
Translations
tyrant
Catalan: tirà; Dutch: tiran; Esperanto: tirano, virtirano, tiraniĉo, tiranino; Finnish: tyranni; French: tyran; German: Tyrann, Tyrannin; Greek: τύραννος; Hungarian: zsarnok; Ido: tirano, tiranulo, tiranino; Irish: ansmachtaí; Italian: tiranno; Latin: tyrannus; Middle English: tyraunt; Norman: tyran; Polish: tyran, autokrata, autokratka; Portuguese: tirano; Russian: тиран; Spanish: tirano; Swedish: tyrann, best; Volapük: tirenan, hitirenan, jitirenan
ruler
Afrikaans: heerser; Albanian: sundimtar; Arabic: حَاكِم; Egyptian Arabic: حاكم; Armenian: տիրակալ; Azerbaijani: hökmdar, hakim, hökmran; Bashkir: батша, хаким; Belarusian: праві́цель; Bengali: শাসক; Bulgarian: властелин, господар, владетел; Burmese: အုပ်ချုပ်သောသူ; Catalan: líder, governant; Cherokee: ᎤᎬᏫᏳᎯ; Chinese Mandarin: 統治者, 统治者; Czech: vládce; Danish: hersker; Dutch: heerser; Esperanto: regnestro; Estonian: riigivalitseja; Finnish: hallitsija; French: dirigeant, chef; Georgian: მმართველი; German: Herrscher; Gothic: 𐍂𐌴𐌹𐌺𐍃; Greek: κυβερνήτης; Ancient Greek: ἄρχων, ἡγεμών, ἀρχός; Haitian Creole: chèf; Hebrew: מַנְהִיג, שַׁלִּיט; Hindi: शासक; Hungarian: uralkodó; Indonesian: penguasa; Irish: rialtóir; Italian: sovrano; Japanese: 支配者, 知事, 統治者; Javanese: ratu; Kikuyu: mũthamaki Korean: 통치자(統治者); Kyrgyz: бий; Latgalian: vaļdinīks; Latin: tyrannus; Latvian: valdnieks; Lithuanian: valdovas; Macedonian: владетел; Malay: penguasa, pemerintah; Middle English: reuler, senyour; Mongolian Cyrillic: захирагч; Nahuatl: tecutli; Norwegian Bokmål: hersker, makthaver; Nynorsk: herskar, makthavar; Old Prussian: rikīs; Old Turkic: 𐰴𐰍𐰣; Persian: حاکم, حکمران; Polish: władca; Portuguese: governante; Romanian: guvernant, domnitor; Russian: правитель, властелин, властитель, государь; Sanskrit: अधिप; Serbo-Croatian Cyrillic: вла̀да̄р, во̏ђа; Roman: vlàdār, vȍđa; Slovak: vládca; Spanish: gobernante; Swedish: härskare, ledare; Tagalog: naghahari; Tajik: ҳоким; Telugu: అధికారి; Tocharian B: kamartīke; Turkish: hükümdar; Ukrainian: правитель