οἰκουροκαθέδριος

Revision as of 12:07, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (28)

English (LSJ)

βίος,

   A home-keeping and sedentary life, Tz.H.1.287.

Greek Monolingual

οἰκουροκαθέδριος, -ον (Μ)
φρ. «οικουροκαθέδριος βίος» — μονήρης βίος, οικιακός βίος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἰκουρός «αυτός που μένει στο σπίτι» + καθέδριος «καθιστικός»].