καθιστικός
From LSJ
ὁ ναύτης ὁ ἐν τῇ νηῒ μένων βούλεται τοὺς τέτταρας φίλους ἰδεῖν → the sailor staying on the ship wants to see his four friends
Greek Monolingual
-ή, -ό καθιστός
1. αυτός που κάθεται συχνά, αυτός που περπατά ελάχιστα («καθιστικός άνθρωπος»)
2. αυτός που γίνεται χωρίς πολλές μετακινήσεις, εδραίος («καθιστικό επάγγελμα»)
3. το ουδ. ως ουσ. το καθιστικό
δωμάτιο στο οποίο συνηθίζει να συγκεντρώνεται όλη η οικογένεια, χώρος κατάλληλα επιπλωμένος για καθημερινή χρήση.