οἰνιστηρία

Revision as of 12:07, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (28)

English (LSJ)

ἡ,

   A cup used at this festival, Pamphil. ap. Ath.11.494f:—also οἰν-ίστρια, Poll.6.22.

Greek Monolingual

οἰνιστηρία ἡ (Α) οινιστήρια
το ποτήρι με το οποίο προσφερόταν κρασί κατά τα οινιστήρια.

Greek Monolingual

οἰνιστήρια και οἰνιαστήρια, τὰ (Α)
εορτή στην αρχαία Αθήνα, κατά την οποία οι γονείς έκοβαν τα μαλλιά και τα γένια τών υιών τους προκειμένου να τοὺς γράψουν στην τάξη τών ἐφήβων, προσέφεραν σπονδή στον Ηρακλέα και έδιναν στους προσκεκλημένους να πιουν κρασίοἰνιστήρια
σπονδὴ τελουμένη τῷ Ἡρακλεῑ ὑπὸ τῶν ἐφήβων πρίν ἀποκείρασθαι», Ευστάθ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἰνίζω (Ι) + επίθημα -τήριον / -τήρια (πρβλ. αγισ-τήρια Ανθεσ-τήρια)].