σπονδή

From LSJ

Μέμνησο νέος ὤν, ὡς γέρων ἔσῃ ποτέ → Iuvenis memento te fore aliquando senem → Bedenke jung schon, dass dereinst ein Greis du bist

Menander, Monostichoi, 354
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σπονδή Medium diacritics: σπονδή Low diacritics: σπονδή Capitals: ΣΠΟΝΔΗ
Transliteration A: spondḗ Transliteration B: spondē Transliteration C: spondi Beta Code: spondh/

English (LSJ)

ἡ, (σπένδω)
A libation, drink offering, of wine poured out to the gods before drinking, σπονδῇσι θύεσσί τε ἱλάσκεσθαι Hes.Op.338; οὐ σπονδῇ χρέωνται [οἱ Πέρσαι] Hdt.1.132; ἦν δὲ κἀμπέλου σπονδή S.Fr.398; σπονδὴ θεοῦ a drink offering to a god, E.Cyc.469; ἔγχει δὴ σπονδήν Ar. Pax 1102, cf.Antipho 1.19, Berl.Sitzb.1927.169 (Cyrene); σ. ἐγκανάξαι Ar.Eq.106; σπονδὰς θεοῖς λείβειν, σπεῖσαι, A.Supp.982, E.El.511; Διοσκόρων μέτα σπονδῶν μεθέξεις Id.Hel.1668, cf. Ba.45; σπονδὰς ποιεῖσθαι, σπονδὰς ποιεῖν, Antipho 1.18, Men.273, etc.; τρίτας σπονδὰς ποιήσαντες (where pl. is used of a single libation) X.Cyr.2.3.1, cf. τριτόσπονδος; σπονδὴ σπονδή· εὐφημεῖτε εὐφημεῖτε Ar.Pax 433; σπονδῶν μετεῖχε καὶ εὐχῶν D. 19.128; περὶ σπονδὰς καὶ κύλικας εἶχον were engaged in feasting, Hdn.4.11.4; of the rites of hospitality, D.19.189.
II pl., σπονδαί a solemn treaty or truce (because solemn drink-offerings were made on concluding them, D.S.3.71 [here in sg.]; σπονδαί τ' ἄκρητοι καὶ δεξιαὶ ᾗς ἐπέπιθμεν Il.2.341; distinguished from εἰρήνη, And.3.11); σπονδαί τοῦ πολέμου Aeschin.2.172; αἱ Λακεδαιμονίων σπονδαί the truce with them, Th.1.35; αἱ πρός τινα σ. ib.44, etc.; σπονδὰς φέρειν to offer a truce, E.Ph.97; παραδιδόναι Ar.Eq.1389; προκαλεῖσθαι ib.796; δέχεσθαι Th.5.21, 30; ἄγειν πρός τινας δεχημέρους σπονδάς Id.6.7; σ. εἵλετο X.HG3.2.1; σπονδῶν τυχεῖν Id.An.3.1.28; σ. ποιήσασθαί τινι make a truce with any one, Hdt.1.21; πρός τινας Ar.Ach.52, 131; less freq., σ. ποιεῖν Th.5.76; σ. σπένδεσθαι (v. σπένδω); ὀμνύειν Foed.ib.5.23; σ. γενέσθαι Hdt.7.149; ἐπὶ τούτοις on these conditions, Th.4.16; σπονδέων ἐουσέων Hdt.7.149; τῶν σ. προκεχωρηκυιῶν Th.1.87; αἱ σ. μενόντων X.An.2.3.24; σπονδὰς τέμωμεν (on the false analogy of ὅρκια τ.) E.Hel.1235; τὰς σ. μέλλειν ἀπορρηθήσεσθαι Lys.22.14; ξυγχέαι Th.5.39, cf. 1.146; λύειν ib.78, etc.; παραβῆναι Ar.Av.461, cf. X.An.4.1.1, D.19.191; σπονδῶν σύγχυσις Pl.R. 379e; ἐμμενῶ ταῖς σπονδαῖς Foed. ap. Th.5.18; σπονδὰς ποιησαμένους τὰ περὶ Πύλον = σπεισαμένους τὰ περὶ Πύλον, having made a truce as regards... Id.4.15; σ. τοῖς σώμασιν, ὥστε ἀπελθεῖν a safe-conduct, Aeschin.2.141.
2 esp. the Truce of God during the Olympic games, etc., αἱ Ὀλυμπιακαὶ σπονδαί Th.5.49; λέγοντες μὴ ἐπηγγέλθαι πω ἐς Λακεδαίμονα τὰς σπονδάς ibid.; during the Eleusinian mysteries, Aeschin.2.133, IG12.6.48,68, al.
3 document embodying a treaty, εἴρηται ἐν [ταῖς σ.] Th.1.35, cf. X.HG2.4.36.
III money payment in addition to rent in kind, POxy.101.19 (ii A.D.), etc.
2 douceur, gratuity, σ. παιδαρίοις ib.1207.10 (ii A.D.), etc.
3 fee paid to officials, ib.1284.16 (iii A.D.), etc.

German (Pape)

[Seite 923] ἡ, die heilige Spende, Trankopfer, der Wein, den man, bevor man selbst trank, den Göttern zu Ehren auf den Altar oder den Tisch, auch ins Opferfeuer ausgoß; die Sitte ist beschrieben Il. 7, 480; νεκταρέαις σπονδαῖσιν ἄρξαι, Pind. I. 5, 37; θύειν τε λείβειν θ' ὡς θεοῖς Ὀλυμπίοις σπονδάς, Aesch. Suppl. 960; χαλίκρητοι, frg. 438; οὐ σπονδῇ χρέωνται οἱ Πέρσαι, Her. 1, 132; σπονδὰς ποιεῖσθαι, Plat. Conv. 176 a; σπονδὰς ποιεῖν, Xen. An. 4, 3, 13; τρίτας σπονδὰς ποιεῖσθαι, dem Hermes, den Charitinnen und dem Zeus σωτήρ ein Trankopfer bringen, Mem. 2, 3, 1; vgl. Διὸς σωτηρίου σπονδὴ τρίτου κρατῆρος, Soph. frg. 375; ἀγαθοῦ δαίμονος, Ar. Equ. 106; ἐγχεῖν σπονδήν, Pax 1068. – Bes. die heilige Spende, welche man bei feierlichen Verträgen und Friedensschlüssen zu verrichten pflegte; daher αἱ σπονδαί der feierlich geschlossene Vertrag, das Bündniß, der Waffenstillstand; σπονδαὶ ἄκρητοι, ein mit Spenden von lauterem, ungemischtem Weine geschlossener Waffenstillstand, Il. 2, 341. 4, 159; vgl. Hes. O. 340; Her. 7, 149; σπονδὰς σῷ κασιγνήτῳ φέρων, Eur. Phoen. 97; σπονδαῖς πεποιθώς, 603; dah. auch σπονδὰς τέμωμεν, Hel. 1251, wie sonst ὅρκια; auch im sing., Cycl. 467; von εἰρήνη unterschieden, Andoc. 3, 11; σπονδαὶ τριακοντούτιδες, Ar. Ach. 194; σπονδὰς ποιεῖσθαι πρός τινα, Ar. 1599 u. sonst; σπονδαὶ Ὀλυμπιακαί, Thuc. 5, 49, Ἰσθμιάδες, 8, 9; τὴν τῶν ὅρκων καὶ σπονδῶν σύγχυσιν, Plat. Rep. II, 379 e; σπονδὰς ποιεῖσθαι Xen. An. 3, 3, 8 u. öfter; σπονδὰς παρέβαινον, Dem. 19, 191; σπονδαὶ ἐνιαύσιοι, Pol. 5, 87, 4; a. Sp., wie Plut., oft.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
1 libation, càd offrande de vin pur ou d'autres liquides que l'on répandait à terre ou sur le foyer, ou sur l'autel ou sur la victime, et que l'on consacrait aux dieux : τρίτας σπονδὰς ποιεῖσθαι XÉN faire les trois libations (en l'honneur d'Hermès, des Grâces et de Zeus sauveur);
2 particul. libations qui accompagnent la conclusion d'un traité, d'où (en ce sens tjrs au pl. αἱ σπονδαί) traité, alliance, convention : σπονδαὶ ἄκρητοι IL armistice avec libation de vin pur ; σπονδὰς σπένδεσθαι XÉN, ποιεῖσθαι THC, rar. ποιεῖν THC, συγχέειν THC faire une convention ; σπονδὰς ὀμνύειν THC jurer un traité ; σπονδὰς ἄγειν πρός τινα THC conclure un traité avec qqn ; ἐμμένειν ἐν σπονδαῖς THC rester dans les termes d'un traité ; σπονδὰς παραβαίνειν XÉN violer un traité ; σπονδὰς λύειν THC rompre un traité ; σπονδαὶ γίγνονται HDT un traité survient, càd est conclu ; σπονδαί εἰσιν HDT un traité existe, subsiste;
3 particul. trêve ou armistice pendant la célébration des jeux Olympiques;
4 document écrit qui contient les clauses d'un traité, instrument diplomatique.
Étymologie: σπένδω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σπονδή, -ῆς, ἡ [~ σπένδω] plengoffer, drankoffer, meestal van wijn:. σπονδὰς ποιεῖν plengoffers brengen Men. Dysc. 623; ἔγχει... σπονδήν schenk (wijn voor) een plengoffer in Aristoph. Pax 1102. plur. spec. verdrag, overeenkomst (met een plengoffer bekrachtigd), vooral overeenkomst tot wapenstilstand, vredesverdrag: met gen. van of met iem.:; Ἀθηναίων van de Atheners Thuc. 1.31.2; Λακεδαιμονίων met de Spartanen Thuc. 1.35.1; met dat., met πρός + acc. met iem.; σπονδαὶ ἄκρητοι de overeenkomst, bekrachtigd met een plengoffer van onvermengde wijn Il. 4.159 (en elders); σπονδὰς ποιεῖν een verdrag tot stand brengen Thuc. 5.76.2; σπονδὰς ποιεῖσθαι een verdrag sluiten Xen. An. 4.1.1; σπονδὰς ὀμνύειν een verdrag onder ede bevestigen Thuc. 5.23.4; σπονδὰς τέμνειν een verdrag (met offers) vastleggen Eur. Hel. 1235; σπονδὼν τυχεῖν overeenstemming bereiken Xen. An. 3.1.28; ἄγειν πρὸς Ἀθηναίους σπονδὰς een wapenstilstand hebben met de Atheners Thuc. 6.7.4; ἐμμένειν ταῖς σπονδαῖς zich aan het verdrag houden Thuc. 5.18.9; σπονδὰς λύειν het verdrag ontbinden Thuc. 1.23.4; σπονδὰς παραβαίνειν het verdrag schenden Xen. An. 4.1.1 = σ. ξυγχέαι Thuc. 5.39.3; uitbr. verdragsvoorstel, vredesvoorstel:. ἔχοντας τὰς πρὸς Λακεδαιμονίους σπονδὰς met het voorstel voor vrede met de Spartanen Xen. Hell. 2.4.36.

Russian (Dvoretsky)

σπονδή: дор. σπονδά
1 (преимущ. pl.) культ. возлияние (σπονδῇς - dat. pl. - θυέεσσί τε ἱλάσκεσθαι, sc. θεούς Hes.; σπονδὰς θεοῖς λείβειν Aesch. и σπένδειν Eur.): τρίτα σπονδὰς ποιεῖν Xen. совершать три возлияния (в честь Гермеса, Харит и Зевса-избавителя);
2 (только pl.) соглашение, договор, перемирие (σπονδὰς ποιεῖσθαι, реже ποιεῖν, ἄγειν и συγχέειν Thuc., σπένδεσθαι Xen. или τέμνειν Eur.): σπονδαὶ ἄκρητοι Hom. заключение перемирия с возлияниями чистого вина; ἐμμένειν ἐν σπονδαῖς Thuc. оставаться в рамках соглашения; αἱ Ὀλυμπικαὶ σπονδαί Thuc. Олимпийское перемирие (между воюющими греч. государствами на время Олимпийских игрищ).

Greek (Liddell-Scott)

σπονδή: ἡ, (σπένδω) προσφορὰ ποτοῦ, ὡς τὸ χοή, δηλ. ὁ οἶνος ὃν ἔχυνον χάριν τῶν θεῶν πρὶν πίωσιν ἐκ τοῦ ποτηρίου, ὅπως ἁγιασθῇ τὸ πῶμα, Λατ. libatio, σπονδῇ θυέεσσί τε ἱλάσκεσθαι Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 336· οὐ σπονδῇ χρέωνται οἱ Πέρσαι Ἡρόδ. 1. 132· ἦν δὲ κἀμπέλου σπονδὴ Σοφ. Ἀποσπ. 464· ἐκ σπονδῆς θεοῦ, μετὰ τὴν προσφορὰν σπονδῆς εἰς τὸν θεόν, Εὐρ. Κύκλ. 469· σπονδὴν ἐγχεῖν Ἀριστοφ. Εἰρ. 1102, Ἀντιφῶν 113. 25· ἐγκανάξαι Ἀριστοφ. Ἱππ. 106· σπονδὰς θεοῖς λείβειν, σπένδειν Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 982, Εὐρ. Ἠλ. 511· Διοσκόρων μετὰ σπονδῶν μεθέξεις Εὐρ. Ἑλ. 1668, πρβλ. Βάκχ. 45· σπονδὰς ποιεῖν Μένανδρ. ἐν «Κεκρ.» 2· συχνότερον ποιεῖσθαι, Ἀντιφῶν 113. 24, κτλ.· τρίτας σπονδὰς ποιεῖσθαι (ἔνθα ὁ πληθ. κεῖται ἐπὶ μιᾶς μόνης σπονδῆς), Ξεν. Κύρ. 2. 3, 1, πρβλ. τριτόσπονδος, σωτήρ Ι. 2· ἡ συνήθεια περιγράφεται ἐν Ἰλ. Η. 480· τὴν τελετὴν ταύτην συνώδευεν ὕμνος, ἴδε Ἀριστοφ. Εἰρ. 431 κἑξ.· σπονδῶν μετεῖχε καὶ εὐχῶν, ἦτο μέτοχος τῶν ἑορταστικῶν τελετῶν, Δημ. 380. 24· περὶ σπονδὰς καὶ κύλικας ἔχειν, ἀσχολοῦμαι εἰς εὐωχίας, Ἡρῳδιαν. 4. 11· ἐπὶ τῶν τελετῶν τῆς ξενίας, Δημ. 400. 17. ΙΙ. ὁ πληθ. σπονδαὶ σημαίνει ἐπίσημον συνθήκην ἢ ἀνακωχήν, (ἐπειδὴ ἐπίσημοι σπονδαὶ ἐτελοῦντο κατὰ τὴν συνομολόγησιν αὐτῶν, Διόδ. 3. 71· διαφέρει δὲ τοῦ εἰρήνη, Ἀνδοκ. 24. 40)· σπονδαί τ’ ἄκρητοι καὶ δεξιαὶ ᾗς ἐπέπιθμεν, ἡ συνθήκη ἡ γενομένη διὰ σπονδῆς ἀκράτου οἴνου, Ἰλ. Β. 341, Δ. 159· σπ. τοῦ πολέμου Αἰσχίν. 51. 15· αἱ Λακεδαιμονίων σπ., αἱ μετ’ αὐτῶν συνθῆκαι, Θουκ. 1. 35, πρβλ. 5. 30· αἱ πρός τινα σπ. ὁ αὐτ. 1. 44, κτλ.· σπονδὰς φέρειν, προσφέρω ἀνοκωχήν, Εὐρ. Φοίν. 97· παραδιδόναι Ἀριστοφ. Ἱππ. 1389· προκαλεῖσθαι αὐτόθι 796· σπ. δέχεσθαι Θουκ. 5. 21, 30· ἄγειν ὁ αὐτ. 6. 7· αἱρεῖσθαι Ξεν. Ἑλλ. 3. 2, 1· σπονδῶν τυχεῖν ὁ αὐτ. ἐν Ἀν. 3. 1, 28· - σπ. ποιεῖσθαί τινι, κάμνω ἀνοκωχὴν πρός τινα, Ἡρόδ. 1. 21· πρός τινα Ἀριστοφ. Ἀχ. 52. 131· σπανιώτερον, σπ. ποιεῖν Ἀριστοφ. Ἀχ. 58, Θουκ. 5.76· σπ. σπένδεσθαι (ἴδε ἐν λ. σπένδω)· ὀμνύειν Θουκ. 5. 23· σπ. γίγνονται Ἡρόδ. 7. 149· ἐπὶ τούτοις, μὲ τούτους τοὺς ὅρους, Θουκ. 4. 16· σπονδέων ἐουσέων Ἡρόδ. 7. 149· αἱ σπ. προχωροῦσι Θουκ. 1. 87· μένουσι Ξεν. Ἀν. 2. 3, 24· ἔτι καὶ, σπονδὰς τέμνειν (καθ’ ἡμαρτημένην ἀναλογίαν πρὸς τὸ ὅρκια τ.) Εὐρ. Ἑλ. 1235· σπ. ἀπειπεῖν Λυσ. 165. 28· συγχέειν Θουκ. 5. 39, πρβλ. 1. 146· λύειν ὁ αὐτ. 1. 78, κτλ.· παραβαίνειν Ἀριστοφ. Ὄρν. 461· σπονδῶν σύγχυσις Πλάτ. Πολ. 379Ε· σπονδὰς ἄγειν πρός τινας Θουκ. 6. 7· ἐμμένειν ἐν σπονδαῖς ὁ αὐτ. 5. 18· σπονδὰς ποιεῖσθαι τὰς περὶ Πύλον = σπένδεσθαι τὰ περὶ Π., κάμνω ἀνακωχὴν ὡς πρός..., ὁ αὐτ. 4. 15· σπ. αἰτεῖν τοῖς σώμασι, ὥστε ἀπελθεῖν, ζητεῖν ἐγγύησιν ἀσφαλείας σωματικῆς, Αἰσχίν. 46. 38. 2) ἰδίως ἡ ἐπίσημος εἰρήνη ἢ ἀνακωχὴ κατὰ τὴν διάρκειαν τῶν Ὀλυμπιακῶν ἀγώνων, κτλ., αἱ Ὀλυμπιακαὶ σπ. Θουκ. 5. 49, πρβλ. Αἰσχίν. 45. 38· τὰς σπ. ἐπαγγέλλειν εἰς τόπον Θουκ. 5. 49. 3) αὐτὴ ἡ εἰρήνη, τὸ κείμενον αὐτῆς, εἴρηται ἐν ταῖς σπ. ὁ αὐτ. 1. 35, Ἡσύχ.

English (Autenrieth)

drink-offering, libation, see σπένδω. Then a treaty, ratified by libations, pl., Il. 2.341 and Il. 4.159.

Spanish

libación, líquido para derramar

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ σπένδω
1. έκχυση κρασιού ή άλλου υγρού από ποτήρι στη γη κατά τις αρχαίες ιεροτελεστίες, κυρίως στις θυσίες, στις κηδείες και στις συνθηκολογήσεις (α. «ἦν δὲ κἀμπέλου σπονδή», Σοφ.
β. «ἔγχει δὴ σπονδήν», Αριστοφ.)
2. στον πληθ. σπονδές και σπονδαί
επίσημη συνθήκη ανακωχής ή ειρήνης («ἄγοντες πρὸς Ἀθηναίους δεχημέρους σπονδάς», Θουκ.)
3. φρ. «τριακοντούτεις σπονδές [σπονδαί]» — η ειρήνη που συμφωνήθηκε μεταξύ Αθηναίων και Σπαρτιατών το 445 π.Χ.
νεοελλ.
μτφ. κρασοκατάνυξη, οινοποσία
αρχ.
1. το κείμενο της συνθήκης, οι όροι της ειρήνης («λύσετε δὲ οὐδὲ τὰς Λακεδαιμονίων σπονδάς», Θουκ.)
2. η επίσημη ανακωχή κατά τη διάρκεια τών Ολυμπιακών Αγώνων («ἐς Λέπρεον αὐτών ὁπλίτας ἐν ταῖς Ὀλυμπιακαῑς σπονδαῖς ἐσπέμψαι», Θουκ.)
3. πληρωμή σε χρήμα επί πλέον της καταβολής σε είδος
4. φιλοδώρημα
5. πρόσθετο επίδομα σε αξιωματούχους
6. φρ. α) «σπονδῶν μετέχω καὶ εὐχῶν» ή «σπονδῶν κοινωνῶ» — μετέχω στις εορταστικές εκδηλώσεις ή στις τελετές της ξενίας
β) «περὶ σπονδὰς ἔχω» — ασχολούμαι με ευωχίες (Ηρωδιαν.).

Greek Monotonic

σπονδή: ἡ (σπένδω),·
I. προσφορά ποτού, δηλ. κρασί που έχυναν πριν πιουν οι αρχαίοι προς τιμή των θεών, Λατ. libatio, σε Ησίοδ., Ηρόδ.· σπονδὰς θεοῖς λείβειν, σπένδειν, σε Αισχύλ., Ευρ.
II. 1. στον πληθ. οι σπονδαὶ ήταν επίσημη συνθήκη ή εκεχειρία (διότι οι επίσημες προσφορές ποτού γίνονταν με την επίτευξη των συνθηκών)· σπονδαὶ ἄκρητοι, συνθήκη που επικυρώνεται χύνοντας κρασί που δεν ήταν αναμεμειγμένο με νερό, σε Ομήρ. Ιλ.· αἱ Λακεδαιμονίων σπονδαί, η ανακωχή μ' αυτούς, σε Θουκ.· σπονδὰς παραδιδόναι, σε Αριστοφ.· δέχεσθαι, σε Θουκ.· τυχεῖν, σε Ξεν.· σπονδὰς ποιεῖσθαί τινι, συνάπτω συνθήκη με κάποιον, σε Ηρόδ.· πρός τινα, σε Αριστοφ.· σπονδὰς τέμνειν (όπως το ὅρκια τέμνειν), σε Ευρ.· σπονδὰς ἄγειν πρός τινας, σε Θουκ.
2. αἱ Ὀλυμπικαὶ σπονδαί, επίσημη ανακωχή ή εκεχειρία κατά τη διάρκεια των Ολυμπιακών Αγώνων, στον ίδ.
3. ανακωχή καθ' εαυτήν, το κείμενό της, εἴρηται ἐν ταῖς σπονδαῖς, στον ίδ.

Middle Liddell

σπονδή, ἡ, σπένδω
I. a drink-offering, i. e. the wine poured out to the gods before drinking, Lat. libatio, Hes., Hdt.; σπονδὰς θεοῖς λείβειν, σπένδειν Aesch., Eur.
II. in plural, σπονδαί was a solemn treaty or truce, (because solemn drink-offerings were made on concluding them); σπονδαὶ ἄκρητοι the truce made by pouring unmixed wine, Il.; αἱ Λακεδαιμονίων σπ. the truce with them. Thuc.; σπονδὰς παραδιδόναι Ar.; δέχεσθαι Thuc.; τυχεῖν Xen.; σπ. ποιεῖσθαί τινι to make a truce with one, Hdt.; πρός τινα Ar.; σπ. τέμνειν (like ὅρκια τέμνειν) Eur.; σπ. ἄγειν πρός τινας Thuc.
2. αἱ Ὀλυμπικαὶ σπ. the solemn truce or armistice during the Olympic games, Thuc.
3. the treaty itself, εἴρηται ἐν ταῖς σπ. Thuc.

Wikipedia EL

Με τον όρο σπονδή εννοείται είδος θυσίας στα συμφραζόμενα της αρχαιοελληνικής θρησκείας και της λατρείας των Εθνικών. Στις σπονδές συγκαταλέγονται όλες οι προσφορές προς τους Θεούς με έκχυση επάνω στον βωμό διαφόρων θρεπτικών ή πολυτίμων υγρών, όπως αρώματα, κρασί, μέλι, γάλα, λάδι, χυμούς φρούτων, κ.ά.

Οι σπονδές που περιλαμβάνουν οίνο λέγονται οινόσπονδα, όλες δε οι άλλες νηφάλιες. Οι δεύτερες, εκτός από τις χθόνιες θεότητες και τα προγονικά πνεύματα προσφέρονται επίσης και σε ουράνιες θεότητες όπως στις Μούσες, τον Ήλιο, τη Σελάνα, την Ηώ, την Αφροδίτη, την Ουρανία κ.α.

Wikipedia EN

A libation is a ritual pouring of a liquid, or grains such as rice, as an offering to a deity or spirit, or in memory of the dead. It was common in many religions of antiquity and continues to be offered in cultures today.

Various substances have been used for libations, most commonly wine or other alcoholic drinks, olive oil, honey, and in India, ghee. The vessels used in the ritual, including the patera, often had a significant form which differentiated them from secular vessels. The libation could be poured onto something of religious significance, such as an altar, or into the earth.

In East Asia, pouring an offering of rice into a running stream, symbolizes the unattachment from karma and bad energy.

Mantoulidis Etymological

1 Ἀπό τό σπένδω, σημαίνει (προσφορά ποτοῦ πρός τιμήν ἑνός θεοῦ).
2 Ἀπό τό σπένδομαι, (συνθήκη, ἀνακωχή, εἰρήνη). Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα σπένδω.

Léxico de magia

libación, líquido para derramar como acción ritual σπονδὴν τέλεσον ἀπὸ οἶνου καὶ μέλιτος καὶ γάλακτος καὶ ὀμβρίου ὕδατος completa la libación con vino, miel, leche y agua de lluvia P I 286 εἶτα κῦφι θυμιάσας καὶ τὴν διὰ τοῦ γάλακτος σπονδὴν χεάμενος μετ' εὐχῶν luego quema kifi y vierte la libación de leche junto con las oraciones P IV 2972 ἔχε ... σπονδή<ν>, οἴνου κεράμιον καὶ ἀγγεῖον μέλιτος μεστόν, ἵνα ἂ<ν> σπείσῃς ten preparada una libación, un jarro de vino y un vaso lleno de miel, para derramarlo P XIII 93 P XIII 649

Translations

libation

ar: إراقة الشراب; be: лібацыя; bg: възлияние; ca: libació; cs: úlitba; da: libation; de: Trankopfer; el: σπονδή; en: libation; eo: oferverŝo; es: libación; fa: افشانش; fr: libation; gl: libación; he: נסך; id: libasi; it: libagione; la: libatio; my: ရေစက်ချခြင်း; nl: libatie; no: drikkoffer;: libacja; pt: libação; ru: либация; simple: libation; sl: libacija; sv: libation; tr: libasyon; zh: 奠祭

truce

Afrikaans: wapenstilstand; Arabic: ⁧هُدْنَة⁩; Armenian: զինադադար; Belarusian: перамі́р'е; Bulgarian: примирие; Catalan: treva; Chinese Mandarin: 停戰/停战, 休戰/休战; Czech: příměří, klid zbraní; Danish: våbenhvile; Dutch: wapenstilstand, staakt-het-vuren; Estonian: vaherahu, relvarahu; Finnish: aselepo; French: trêve, cessez-le-feu; Galician: tregoa; Georgian: დროებითი ზავი, ზავი; German: Waffenstillstand, Waffenruhe; Greek: ανακωχή, εκεχειρία; Ancient Greek: ἀλῃσίαι, ἀνακωχή, ἀνοκωχή, ἀνοχή, διαλλαγή, ἐκεχειρία, σπονδαί, σπονδή; Hebrew: ⁧הַפְסָקַת אֵשׁ⁩; Hindi: युद्धविराम, अवहार, जंगबंदी; Hungarian: fegyverszünet, fegyvernyugvás sg; Indonesian: gencatan senjata; Italian: tregua; Japanese: 停戦, 休戦; Korean: 정전(停戰), 휴전(休戰); Latin: indutiae, treuga; Macedonian: примирје; Maori: rangaawatea; Norwegian Bokmål: våpenhvile, våpenstillstand; Nynorsk: våpenkvild, våpenkvile, våpenstillstand; Piedmontese: treva; Polish: rozejm, zawieszenie broni; Portuguese: trégua, cessar-fogo; Romanian: armistițiu; Russian: перемирие, затишье; Serbo-Croatian Cyrillic: примӣрје; Roman: prímīrje; Slovak: prímerie; Slovene: premirje; Spanish: tregua; Swedish: vapenvila; Tamil: சமாதானம்; Ukrainian: перемир'я; Vietnamese: đình chiến, hưu chiến; Welsh: cydymbaid