οιστρογενέτωρ
Greek Monolingual
οἰστρογενέτωρ, -ορος, ὁ (Α)
(για τον Έρωτα) αυτός που προκαλεί μανία, παραφροσύνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶστρος + γενέτωρ.
οἰστρογενέτωρ, -ορος, ὁ (Α)
(για τον Έρωτα) αυτός που προκαλεί μανία, παραφροσύνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶστρος + γενέτωρ.