ὀκτάπλεθρος
English (LSJ)
ον,
A eight plethra long or large, D.H.4.61.
German (Pape)
[Seite 317] acht Plethren groß; D. Hal. 4, 61; μῆκος, Plut. Pyrrh. 27.
Greek (Liddell-Scott)
ὀκτάπλεθρος: -ον, ὁ ἔχων μῆκος ἢ μέγεθος ὀκτὼ πλέθρων, Διον. Ἁλ. 4. 61.
Greek Monolingual
ὀκτάπλεθρος, -ον (Α)
αυτός που έχει μήκος η πλάτος ή μέγεθος ίσο με οκτώ πλέθρα («[ναὸς] ὀκτάπλεθρος τὴν περίοδον», Διον. Αλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀκτα- (βλ. λ. οκτώ) + πλέθρον.