ὀκτάπλεθρος

Revision as of 12:08, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (28)

English (LSJ)

ον,

   A eight plethra long or large, D.H.4.61.

German (Pape)

[Seite 317] acht Plethren groß; D. Hal. 4, 61; μῆκος, Plut. Pyrrh. 27.

Greek (Liddell-Scott)

ὀκτάπλεθρος: -ον, ὁ ἔχων μῆκοςμέγεθος ὀκτὼ πλέθρων, Διον. Ἁλ. 4. 61.

Greek Monolingual

ὀκτάπλεθρος, -ον (Α)
αυτός που έχει μήκος η πλάτος ή μέγεθος ίσο με οκτώ πλέθρα («[ναὸς] ὀκτάπλεθρος τὴν περίοδον», Διον. Αλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀκτα- (βλ. λ. οκτώ) + πλέθρον.